Ηροδότου Ιστορίες : Μια λίμνη στο δρόμο!

Ήταν χειμώνας του 1975, τέλος Ιανουαρίου αν θυμάμαι καλά. Ήμουν δευτεροετής φοιτητής του Πολυτεχνείου και έμενα στην οδόν Ασκληπιού, κάπου στο μέσον του δρόμου αυτού, μεταξύ της Λεωφ. Αλεξάνδρας και της οδού Σόλωνος στην Αθήνα.

Βράδυ ήταν, κρύο και βροχερό. Ήμουν μόνος στο διαμέρισμα που νοίκιαζα και προ παντός χωρίς χρήματα. Με ψηλό πυρετό, βήχα, πονόλαιμο και ότι άλλο μπορεί να προκαλέσει η γερή γρίπη που με βασάνιζε. Το καλοριφέρ στην πολυκατοικία είχε πλέον σβήσει και το μόνο που μπορούσα να κάνω ήταν να σκεπαστώ με την κουβέρτα για να μην κρυώνω. Χωρίς χρήματα ήταν αδύνατο να πάω σε κάποιο φαρμακείο για φάρμακα. Ούτε μια ασπιρίνη δεν είχα και νόμιζα το βράδυ εκείνο, πως θα πέθαινα. Στην απελπισία μου πάνω, σκέφτηκα πως ένας φίλος, συμφοιτητής μου, ίσως να είχε την δυνατότητα να με βοηθήσει, με χρήματα δανεικά για να πάω στο φαρμακείο που πιθανόν να διανυκτέρευε σε κάποιο σημείο της γειτονιάς.

Η βροχή έπεφτε ασταμάτητα, όταν βγήκα κουκουλωμένος για το σπίτι του συμφοιτητή μου που έμενε περίπου οκτακόσια μέτρα μακριά, κοντά στην εκκλησία του  Αγίου Νικολάου. Φυσικά, τηλέφωνο δεν είχαμε ώστε να βεβαιωθώ για την ορθότητα της απόφασης μου, μα η σοβαρότητα της κατάστασής μου την ώρα εκείνη δεν επέτρεπε οποιαδήποτε αναβολή. Βάδισα περίπου τριακόσια μέτρα και με την ομπρέλα να την παίρνει το ανεμοβρόχι, το πυκνό σκοτάδι στις έντεκα τη νύχτα να μη με διευκολύνει στο περπάτημα, δεν είδα κανένα πεζό να περπατά και το μόνο που θυμάμαι πως στη διαδρομή σκέφτηκα να γυρίσω πίσω. Μάταια θα πήγαινα στο σπίτι του συμφοιτητή μου, ήμουν σίγουρος!

Στο ύψος της οδού Καλλιδρομίου μια μεγάλη λίμνη στο δρόμο με έκανε να κοντοσταθώ. Τα παπούτσια μου ήταν ήδη βρεγμένα και τα πόδια μου δεν θα άντεχαν κι άλλη ταλαιπωρία. Με μάτια υγρά από την αρρώστια μου διέκρινα μικρές μεταλλικές λάμψεις που μου κέντρισαν το ενδιαφέρον προς στιγμήν, μα συνέχισα τον δρόμο μου.

Είχα ήδη φτάσει μπροστά στο σπίτι του φίλου μου, μα σαν από ένστικτο γύρισα πίσω, εκεί στην λιμνούλα του δρόμου… Έκπληκτος, μάζευα από την άσφαλτο κέρματα διάφορης αξίας και ένα χαρτονόμισμα των 500 δραχμών! Συνολικά βρέθηκαν στη χούφτα μου περίπου χίλιες δραχμές! Το ενοίκιο του διαμερίσματός μου ήταν τότε 800 δραχμές το μήνα…!

Το σβησμένο σώμα του καλοριφέρ κράταγε ακόμα λίγη από τη ζέστη του και το βρεγμένο χαρτονόμισμα γρήγορα στέγνωσε από τα νερά της βροχής. Ο φαρμακοποιός επιτέλους, βοήθησε την κατάσταση. Ασπιρίνες, αντιβίωση, σιρόπια και λοιπά ήταν το επιστέγασμα της περιπέτειάς μου.

Γρήγορα ξέχασα την αρρώστια μου! Μα ποτέ δεν θα ξεχάσω την τύχη μου εκείνο το χειμωνιάτικο βράδυ. Δεν έμαθα ποτέ αν ο φίλος και συμφοιτητής μου (μετέπειτα υπουργός στην Κύπρο) ήταν στο σπίτι του εκείνη την νύχτα, ούτε  αν είχε την δυνατότητα να με βοηθήσει. Δεν του το είπα και δεν τον ρώτησα ποτέ!

Τα χρήματα που μου έστειλε ο Θεός και τα έβαλε σε μια λίμνη του δρόμου, περίσσευαν για να αγοράσω τα φάρμακα μα και για πολλά άλλα που χρειαζόμουνα. Πως μπορεί κάποιος να ξεχάσει μια τέτοια βοήθεια! Πάντα όμως, να πιστεύετε και να ελπίζετε!