Ηροδότου Ιστορίες: Να μην φοβάσαι…!

«Προσπαθούσα να κρατηθώ από τις χειρολαβές των τοίχων ενός μεγάλου διαδρόμου των εξωτερικών ιατρείων του Ιπποκράτειου Νοσοκομείου της Αθήνας. Ο διάδρομος ήταν μακρύς, μα έβλεπα με χίλια ζόρια το τέρμα του που ήταν γεμάτος με ανθρώπους συνωστισμένους που περίμεναν την σειρά τους για μια πολύ εξειδικευμένη εξέταση, Ωτο Ρινο Λαρυγγολογικής φύσεως. Μια εξέταση που πρώτη φορά στη ζωή μου άκουγα πως υπήρχε, αλλά πάντα υπάρχει η πρώτη φορά».

Ο διάδρομος του Νοσοκομείου ήταν μακρύς, μα ο δύσκολος δρόμος που είχα να περπατήσω ήταν ατέλειωτος. Δεν ήξερα πόσο τελικά θα κρατούσε.

23 Ιανουαρίου του έτους 1986. Στο μικρό μας χωριό – «ο κάμπος» της Εταιρείας που δούλευα στην Τρίπολη της Λιβύης – ημέρα Πέμπτη, ώρα απογευματινή. Ένα γλυκό χειμωνιάτικο απόγευμα, σχεδόν καλοκαιρινό σαν τα περισσότερα απογεύματα στην χώρα αυτή της Βόρειας Αφρικής. Είχα επιστρέψει από ένα ταξίδι με το αυτοκίνητο σε μια πόλη περίπου διακόσια χιλιόμετρα μακριά. Έπρεπε να κοιμηθώ λίγο, είχα ξυπνήσει πολύ πρωί εκείνη την ημέρα έτσι ένας απογευματινός ύπνος ήταν ότι έπρεπε.

Ένα χαρούμενο βουητό ερχόταν στα αυτιά μου, από παιδιά που γελούσαν, έκλαιγαν και φώναζαν ενώ έπαιζαν στην πλατεία του μικρού μας χωριού και από μαμάδες που μιλούσαν και τα προέτρεπαν να προσέχουν μην κτυπήσουν και τα σχετικά. Ξαπλωμένος στο κρεββάτι, είχα τα μάτια μου στραμμένα προς τον τοίχο, δεν κοιμόμουνα, περίμενα σιγά-σιγά να κλείσουν τα βλέφαρα μου, οι φωνές των παιδιών όλο και δυνάμωναν και σκεφτόμουν πόσο ωραία θα ήταν αν ήμουν κι εγώ έξω μαζί τους, αφού συχνά αυτό έκανα, έπαιζα σαν και αυτά, λέγοντας τους ιστορίες και τραγούδια, παραμύθια που σκάρωνα εκείνη την στιγμή που τα διαμόρφωνα κιόλας ανάλογα με τις εκφράσεις και τις αντιδράσεις των παιδιών και φρόντιζα να έχουν ευχάριστο τέλος όπως ακριβώς θα έπρεπε σε εκείνη την δύσκολη χώρα. Και όπως είπαμε πιο πάνω, δεν κοιμόμουνα!

Φωτίστηκε το δωμάτιο. Δύο μορφές εμφανίστηκαν μπροστά μου, δύο «παπάδες» που τους βλέπω ακόμα να βγαίνουν από τον τοίχο, με τα χρωματιστά τους άμφια και με τα κεφάλια τους φωτισμένα, με ένα ασυνήθιστο φως που έκανε τον χώρο να φωτίζεται ολόκληρος.

Δεν φοβήθηκα, έκανα μια κίνηση να σηκωθώ, όταν άκουσα μια φωνή… «μη φοβάσαι για ότι θα σου συμβεί, γιατί εμείς είμαστε γιατροί»! Και όπως ήρθαν, έτσι γαλήνια έφυγαν!

Δεν κοιμήθηκα εκείνο το απόγευμα. Σηκώθηκα από το κρεββάτι, τράβηξα την κουρτίνα και είδα απ’ έξω τα παιδιά με τις μητέρες τους, μαζί και το δικό μου παιδί, δυο-τρεις πατεράδες μαζί τους μα εγώ σκεφτόμουν αυτό που συνέβη. Όνειρο ή πραγματικότητα;

Πραγματικότητα. Που την κράτησα σαν ένα μεγάλο μυστικό και δεν είπα λέξη σε κανένα. Ούτε στην γυναίκα μου που μετά από λίγο μπήκε στο σπίτι.

  • «Δεν κοιμήθηκες;» ρώτησε.
  • «Όχι δεν μπόρεσα», απάντησα. Και το θέμα έμεινε εκεί.

Τι όμως θα μου συνέβαινε; Με βασάνιζε η αγωνία μα δεν ήθελα να το δείχνω. Οι δύο ιερές μορφές που πρώτη φορά τις έβλεπα, ήταν πάντα μπροστά μου και τις άκουγα να μου μιλούν, ήρεμα και γαλήνια. Ήταν όμως ξεκάθαρες. «Να μην φοβάσαι». Έτσι μου είπαν και το είχα πιστέψει.

Οι μέρες περνούσαν, ο χειμώνας ήταν εκείνη την χρονιά πολύ ελαφρύς, η πολιτική κατάσταση στην Λιβύη πήγαινε από το κακό στο χειρότερο, μα πάντα λέγαμε πως σύντομα όλα θα κυλούσαν ομαλά αφού δεν πίστευε κανένας ότι κάτι θα συνέβαινε.

Μπήκε ο Φεβρουάριος, οι πρώτες μέρες ήταν σαν τις άλλες, μα ξαφνικά όλα έσβηναν από τα μάτια μου, χανόταν ο κόσμος, το κεφάλι μου ήταν κάτω και τα πόδια μου πάνω, η καρέκλα έφευγε από μένα κι εγώ έπεφτα κάτω. Στριφογύριζε ο κόσμος, σαν ένας τυφώνας που με είχε στο κέντρο του, σαν μια καταιγίδα που ξεσπούσε όποτε ήθελε χωρίς να ξέρω που και πότε θα τελειώσει. Ο Ηρόδοτος χανόταν και στροβιλιζόταν μέσα σε ένα πρωτόγνωρο φαινόμενο. Όλα είχαν τελειώσει, έτσι νόμισα αλλά…

  • «Μη φοβάσαι για ότι θα σου συμβεί, γιατί εμείς είμαστε γιατροί»! Αυτό δεν το είχα ξεχάσει.

Οι ιατρικές εξετάσεις στην χώρα εκείνη, δεν έδειξαν κάτι. Μάλλον, καλύτερα να πω πως, «τα μεταξωτά βρακιά, ήθελαν και επιδέξιους κώλους». Ήταν δύσκολη η περίπτωση και εκεί δεν θα βρισκόταν η λύση. Άντεξα μερικές εβδομάδες ακόμα, γυρνώντας τα νοσοκομεία και τους γιατρούς μα τίποτε. Είχα σχεδόν απελπιστεί. Καπάκι ήρθε και «η πρώτη καραντίνα», αυτή που πρόσφατα περιέγραψα στις Ηροδότου Ιστορίες με τους βομβαρδισμούς των Αμερικάνων στην Τρίπολη. Τώρα που τα θυμάμαι ρωτώ, «πως άντεξα;».

Η καραντίνα κράτησε πολύ, μα όταν τέλειωσε προτεραιότητα είχαν οι γυναίκες και τα παιδιά, που έπρεπε να φύγουν. Έφυγα κι εγώ αργότερα, στις αρχές Ιουλίου.

Δεν ήμουν καλά, αυτό το έβλεπαν όλοι, εγώ υπέφερα μα αυτές οι δύο μορφές που βγήκαν από τον τοίχο; Πάντα μπροστά μου να μου μιλούν κι εγώ να μην έχω πει λέξη σε κανένα. Σιωπή.

Τραγελαφικές οι ιστορίες και οι διαγνώσεις στην Αθήνα. Τρύπα στην καρδιά, αρτηριακή πίεση, χάλια τα νεφρά, το στομάχι ήθελε ρεκτιφιέ, οι πνεύμονες ήταν σε κακή κατάσταση, η χολή, τα μάτια, όλα είχαν πρόβλημα. Εγώ ήδη έπρεπε να ήμουν πεθαμένος. Τα χαρτιά των εξετάσεων τα έχω. Πήγα και στην Κύπρο, τα ίδια και απαράλλακτα. Βελονισμός ναι, αυτή θα ήταν η… λύση. Τι με περίμενε ακόμα, δεν το γνώριζα. Το μόνο που γνώριζα ήταν πως έπρεπε να μην φοβάμαι. Και αυτό έκαμα. Μέσα στην καταιγίδα και τον τυφώνα στριφογύριζα και με κρατούσαν σαν μωρό παιδί για να σέρνω τα πόδια μου, να κάνω μερικά βήματα, εμένα που μέχρι πριν από λίγους μήνες ήμουν μια σβούρα, κυριολεκτικά. Δεκαπέντε κιλά προστέθηκαν πάνω μου, από τα φάρμακα μάλλον.

Ένας καλός φίλος, καρδιολόγος, με έπεισε να βγούμε οικογενειακώς έξω για φαγητό στο εστιατόριο του Ξενοδοχείου Atheneum Intercontinental, τέλος Ιουλίου, καλοκαίρι ήταν άντε τα κατάφερα και πήγαμε. Το πρόβλημα μου το ήξερε και μου είπε επιτακτικά:

  • «Αύριο θα κάνεις αυτό, το άκουσες;». Και το έκανα.

«Προσπαθούσα να κρατηθώ από τις χειρολαβές των τοίχων ενός μεγάλου διαδρόμου των εξωτερικών ιατρείων του Ιπποκράτειου Νοσοκομείου της Αθήνας. Ο διάδρομος ήταν μακρύς, μα έβλεπα με χίλια ζόρια το τέρμα του που ήταν γεμάτος με ανθρώπους συνωστισμένους που περίμεναν την σειρά τους για μια πολύ εξειδικευμένη εξέταση, Ωτο Ρινο Λαρυγγολογικής φύσεως. Μια εξέταση που πρώτη φορά στη ζωή μου άκουγα πως υπήρχε, αλλά πάντα υπάρχει η πρώτη φορά».

Είχα χάσει το κουράγιο μου βλέποντας όλους εκείνους τους ανθρώπους που περίμεναν. Και αφού μόνος πήγα, αποφάσισα να μην φύγω. Κρατιόμουν από τις χειρολαβές των τοίχων για να μην πέσω. Έβλεπα τον κόσμο στον διάδρομο. Δεν ήθελα να με λυπηθεί κανένας. Τέντωσα το σώμα και έμεινα εκεί. Για όσο χρόνο έπρεπε. Έπρεπε να φαίνομαι υγιής, μέσα σε τόσους ανθρώπους που είχαν και εκείνοι ίσως το ίδιο πρόβλημα με μένα.

Νοσοκόμοι και γιατροί πηγαινοερχόντουσαν. Περνούσαν από μπροστά μου. Θεέ μου βοήθα! Να μην γνωρίζω κανένα από αυτούς; Ώσπου…

Δύο μάτια καρφώθηκαν πάνω μου, αλλά και τα δικά μου μάτια εστίασαν στο καρτελάκι με το όνομα στην άσπρη μπλούζα του γιατρού που περνούσε από μπροστά μου. Κάπου τον ήξερα αυτόν, κάπου με ήξερε και εκείνος!

  • «Ρε Γιάννη»!
  • «Ρε Ηρόδοτε»!

Ο Γιάννης ήταν Κύπριος, γιατρός Ωτορινολαρυγγολόγος. Είμαστε φίλοι στην Σχολή Εφέδρων Αξιωματικών Πεζικού στο Ηράκλειο της Κρήτης. Δεκατέσσερα χρόνια είχα να τον συναντήσω. Δούλευε εκείνη την ημέρα στο Ιατρείο του Νοσοκομείου, στο τμήμα που έπρεπε να εξεταστώ, μια πολύ εξειδικευμένη εξέταση. Με πήρε από το χέρι. Καταργήθηκαν τα πρωτόκολλα και η σειρά. Είχα μέσον πλέον! Με έβαλε μέσα. Το και το, είπε στον Καθηγητή γιατρό. Δυόμιση ώρες εξέταση. Αυτό έχεις μου είπαν. Αμάν, με κοροϊδεύετε;

Μου έδωσαν γραπτώς την διάγνωση. Δεν την πίστεψα. Θα πάω στο Λονδίνο, για μια δεύτερη γνώμη. Τώρα ξέρω που θα πάω.

Η διάγνωση στο Λονδίνο ήταν επιβεβαιωτική της Ελληνικής. Ναι, αυτή ήταν η πάθηση.

  • «Ποιος είναι ο γιατρός σου στην Αθήνα;», ρώτησε ο Άγγλος γιατρός στην Κλινική που πήγα. Ένας γιατρός που ήταν τόσο σίγουρος για την διάγνωση!
  • «Ο τάδε γιατρός», είπα. Ονόμασα τον Καθηγητή στο Ιπποκράτειο.
  • «Δώσε του τα χαιρετίσματα μου!». Έμεινα με ανοικτό το στόμα.
  • «Ήταν βοηθός μου στην Κλινική αυτή!». Έτσι μου είπε. Εδώ θυμήθηκα τις δύο μορφές που βγήκαν από τον τοίχο.

Θα ακολουθήσεις αυτή την θεραπευτική αγωγή. Εάν δεν δεις κάποιο καλό αποτέλεσμα, τότε να ξανάρθεις στο Λονδίνο, για εγχείρηση. Σ’ αυτήν εδώ την Κλινική.

Οι μήνες της θεραπείας που μου έδωσαν δεν έφεραν κανένα αποτέλεσμα. Η κατάσταση χειροτέρευε. Η εγχείρηση, μια πολύ δύσκολη επέμβαση στον “δεξιό λαβύρινθο του έσω ωτός” έγινε στις 5 Ιανουαρίου του 1987. Έμεινα εφτά ημέρες στην Κλινική.

Στην γυναίκα μου δεν είπα τίποτε για τις δύο μορφές που είδα, μέχρι την ημέρα που βγήκα από την Κλινική στο Λονδίνο. Ψάξαμε στις εικόνες και βρήκαμε το ζητούμενο! Είδα ξανά τις μορφές τους, μέσα στην ασυνήθιστη γαλήνη του δωματίου, και από τότε…, τις βλέπω καθημερινά και είμαι φίλος τους.

Κάθε χρόνο, την 1η Ιουλίου πριν πάω στην δουλειά μου εδώ και 33 χρόνια, σε όποια Εκκλησία βρίσκεται κοντά μου, στην Ελλάδα ή Κύπρο, μαζευόμαστε οικογενειακώς γιατί γιορτάζω. Γιατί είναι των Αγίων Αναργύρων των Γιατρών, Κοσμά και Δαμιανού. Για να ακούσουμε όλοι το απολυτίκιο τους:

«Άγιοι Ανάργυροι και Θαυματουργοί, επισκέψασθε τας ασθενείας ημών, δωρεάν ελάβετε, δωρεάν δότε ημίν».

Τα χρόνια βέβαια πέρασαν, μα τα μάτια μου βλέπουν ακόμα τις δύο Άγιες μορφές που βγήκαν από τον τοίχο, μέσα σε μια πανδαισία χρωμάτων και στα αυτιά μου αντηχούν τα γαλήνια λόγια τους. Ειδικά αυτόν τον καιρό που ο φόβος κτυπά επίμονα τα κάγκελα της φυλακής μας.

«Να μην φοβάσαι γιατί Εμείς είμαστε γιατροί».

Κάποτε στο Σουάνι της Τρίπολης, στην Λιβύη. Μια ακόμα αληθινή Ιστορία από τον Ηρόδοτο. Αν θέλετε την πιστεύετε.

 

Ηρόδοτος Χρυσάνθου