Βρήκα ξάφνου Θεέ μου, στην παλιά κασετίνα,

τσακμακόπετρες που ‘χαν από χρόνια ξεμείνει

και μι’ αμπούλα μαζί τους άδεια δίχως βενζίνα,

για τσακμάκι στιλάτο, δυνατό σαν καμίνι!

***

Στις κατάμαυρες νύκτες, στο πηκτό μου σκοτάδι,

 τότε πόσο ποθούσα να φανείς στο σοκάκι,

με παρέα στο κρύο, στο αφέγγαρο βράδυ,

  έναν άσημο φίλο, το φτηνό μου τσακμάκι!

***

Τον παλιό αναπτήρα θέλω πάλι να πάρω,

μήπως δω τη φωτιά του που με ζέσταινε τόσο,

όταν είχα στα χείλη το λειωμένο τσιγάρο

και ζητούσα τις νύκτες μια σκιά ν’ ανταμώσω!

***

Δεν γνωρίζω που είναι, κάπου θα ‘χει τρυπώσει,

στην κλειστή αποθήκη, μήπως στο κασελάκι,

μ’ αν το βρω θα ‘ναι θαύμα κι η λαχτάρα μου τόση

να το δω να ανάβει, να φανείς στο σοκάκι!

Ο Παγκυπριώτατος