Ηροδότου Ιστορίες: Το διάλειμμα του αγώνα!

Οι Άγγλοι μας κοίταζαν αποσβολωμένοι, ενώ ένα αμυδρό μειδίαμα, κάτι σαν χλευασμός ή κάτι μεταξύ απορίας και περιέργειας, ήταν ζωγραφισμένο στα πρόσωπα τους.

  • Βρε, μα αυτοί είναι με τα καλά τους; Δεν το είπαν. Αυτό όμως θα εννοούσαν.

Γιατί όμως;

Την εποχή εκείνη, όταν ακόμα έπαιζα κι εγώ ποδόσφαιρο, οι εγκαταστάσεις των γηπέδων ήταν – εάν βεβαίως υπήρχαν – άθλιες! Αποδυτήρια, αίθουσες, χώροι υγιεινής κλπ. ήταν για εμάς που παίζαμε ποδόσφαιρο σε αγροτικά πρωταθλήματα ή καλύτερα για όλους όσους κλωτσούσαν μπάλα, στην σφαίρα της φαντασίας.

Γιατί τα γράφω αυτά σήμερα; Τα θυμήθηκα διαβάζοντας για την ζωή και τα κατορθώματα του μακαρίτη πλέον Ντιέγκο  Μαραντόνα. Δεν γράφω τίποτε γι’ αυτόν. Γράψανε, γράφουν και θα γράψουν πολλοί άλλοι. Και στέκομαι μόνο σε ένα περιστατικό που συνέβηκε όντας ποδοσφαιριστής της Νάπολη, έγραψε στα παπάρια του την απαγόρευση του προέδρου της ομάδας του, μάζεψε την ομάδα και έπαιξε σε ένα μικρό χωριό, μέσα σε ένα γήπεδο που έμοιαζε με βούρκο χωρίς λοιπές εγκαταστάσεις και πολυτέλειες, ώστε να μαζευτούν χρήματα για την θεραπεία ενός άρρωστου παιδιού. Ο Μαραντόνα ήταν αυτός! Ήξερε από μπάλα και μάλλον δεν είχε σχέση με τους πρωταγωνιστές της αληθινής αυτής Ιστορίας του Ηρόδοτου.

Δώδεκα Απριλίου, Τρίτη του Πάσχα στην Κύπρο, το έτος 1988! Ο Σύλλογος Π&Σ του χωριού μας στο Ζακάκι είχε συμφωνήσει με την ποδοσφαιρική ομάδα των Αγγλικών βάσεων για την διεξαγωγή ποδοσφαιρικού αγώνα στις δύο και τέταρτο το απόγευμα στο Happy Valley στην Επισκοπή. Τι ωραία, θα παίζαμε σε γήπεδο με χόρτο. Χωρίς λάσπες και χώματα. Πρώτη φορά σε χλοοτάπητα, πάντα παίζαμε σε βούρκο και σε λάσπη. Σαν τον Μαραντόνα που λέγαμε πιο πάνω. Θαυμάσια.

Οι ποδοσφαιριστές μας ήταν σχεδόν όλοι παντρεμένοι με παιδιά. Θα γινόταν μια ωραία εκδρομή, τα παιδιά θα έπαιζαν στην περιοχή γύρω από το γήπεδο, οι γυναίκες θα ήταν η κερκίδα με τους οργανωμένους οπαδούς μας, η μέρα ήταν θαυμάσια και από το πρωΐ άρχισαν οι ετοιμασίες. Να μην ξεχάσω να πω ότι, Κυριακή και Δευτέρα που πέρασαν ήταν το Πάσχα στην Κύπρο, μπύρες, σούβλες, κοκορέτσια, λουκάνικα, φλαούνες, αυγά και ότι άλλο συνεπάγεται, είχαν καταναλωθεί σε επίπεδα αφάνταστα από όλους. Ποδοσφαιριστές και μη.

Αυτά που περίσσευαν θα τρωγόντουσαν τις επόμενες μέρες. Φυσικό επακόλουθο. Θα τα πέταγαν στα σκουπίδια; Φρσς…! Ο αγώνας άρχισε.

Η ομάδα των Άγγλων ήταν καλά οργανωμένη. Είχαν και προπονητή, φυσιοθεραπευτές, γιατρό, αλλά και ασθενοφόρο για περίπτωση ανάγκης. Εμείς είχαμε προπονητή. Που ήταν και πρόεδρος και χορηγός και φυσιοθεραπευτής και γιατρός και… σιτιστής της ομάδας. Μόνον!

Αλλά στο παιχνίδι αντέχαμε. Τόσο, που απορούσαμε πως και τελείωσε το ημίχρονο μηδέν – μηδέν. Χάσαμε και μια-δυο ευκαιρίες, οι Άγγλοι έχασαν πενήντα, έπρεπε να λήξει ο αγώνας σ’ αυτό το σημείο. Τι χρειαζόταν το δεύτερο ημίχρονο; Κύριε ελέησον! Να στηθεί στον τοίχο αυτός που έφτιαξε τους κανονισμούς. Και η Ουέφα.

Οι διαιτητές ήταν Άγγλοι. Δεν μεροληπτούσαν όμως στις αποφάσεις τους. Ήταν δίκαιοι, γι’ αυτό και κράτησαν δεκαπέντε λεπτά ακριβώς διάλειμμα. Σφύριγμα φρσς…, για το δεύτερο ημίχρονο.

Δεν μπορούσαμε να κρατήσουμε την μπάλα ούτε για ένα δευτερόλεπτο. Τα πόδια μας είχαν κολλήσει στο χόρτο και το σώμα μας γενικώς ήθελε… να γείρει κάτω από τα δένδρα και να ρίξει έναν ύπνο… εικοσιτεσσάρων ωρών. Έντεκα – μηδέν τελείωσε ο αγώνας. Τι κατάντια Θεέ μου! Φάγαμε έντεκα. Τα  τέσσερα αυτογκόλ. Γίναμε ρεζίλι. Των Εγγλέζων. Έφταιγαν οι διαιτητές που δεν κράτησαν διάλειμμα… δύο ημερών.

Γιατί με τις φλαούνες, τα κρέατα, τα κοκορέτσια, τις μπύρες, τα γλυκίσματα που άφθονα εμφανίστηκαν στο διάλειμμα του αγώνα, δεν υπήρχε περίπτωση να μείνουμε απαθείς! Πέσαμε με τα μούτρα στο φαΐ και στο ποτό, μέσα σε δεκαπέντε λεπτά τα καταβροχθίσαμε όλα και αυτός ήταν ο λόγος που…

Οι Άγγλοι μας κοίταζαν αποσβολωμένοι, ενώ ένα αμυδρό μειδίαμα, κάτι σαν χλευασμός ή κάτι μεταξύ απορίας και περιέργειας, ήταν ζωγραφισμένο στα πρόσωπα τους.

  • Βρε, μα αυτοί είναι με τα καλά τους; Δεν το είπαν. Αυτό όμως θα εννοούσαν.

Ενώ εμείς βλέπαμε τους αντίπαλους ποδοσφαιριστές στην ανάπαυλα του αγώνα να κάνουν push ups, να πίνουν άφθονο νερό και γυμναστική, την ίδια στιγμή γαργαλούσαμε το λαρύγγι και γεμίζαμε την κοιλιά μας με παγωμένη μπύρα. Τι ηλίθιοι που ήταν! Τους προσφέραμε κάτι απ’ όλα, αλλά σχεδόν μας τα πέταξαν στα μούτρα. Δεν πεινούσαν, είναι φως φανάρι.

Η αληθινή αυτή ιστορία δεν έχει το παραμικρό ίχνος υπερβολής. Ίσως και να ξέχασα κάτι, όπως του ότι στο διάλειμμα οι γυναίκες μας, βάλανε στο μαγνητόφωνο ενός αυτοκινήτου τραγούδια και άρχισαν τους καλαματιανούς! Όχι παίζουμε.

Ηρόδοτος Χρυσάνθου