Την Εικόνα κοιτάζω στη γωνιά ξεχασμένη,

βουτηγμένη στη λήθη, στο πυκνό το σκοτάδι,

μια λαμπάδα στο χώμα, που την βλέπω σπασμένη

κι ένα άδειο καντήλι που ζητά λίγο λάδι!

***

Ψάχνει τρόπο ο ήλιος, μήπως βρει χαραμάδα

και χαρίσει στο μαύρο μια δική του ακτίδα,

μια κοιτάζω στο χώμα την σπασμένη λαμπάδα

κι άλλη μια την Εικόνα που την λένε ελπίδα!

***

Φευγαλέες εικόνες στο φτωχό το μυαλό μου,

προσευχές, ικεσίες κι ανεκπλήρωτο τάμα,

αναμμένη λαμπάδα μα στη θέα του τρόμου,

αρχινά μοιρολόϊ κι ασταμάτητο κλάμα!

***

Στις πηκτές μου τις νύκτες, κάποια δύσκολα βράδια,

πιάνω πένα να γράψω για καρδιά ραγισμένη,

ξεχασμένη, μονάχη σε μια κάμαρη άδεια,

δίχως φως, δίχως φλόγα, σαν λαμπάδα σπασμένη!

Ο Παγκυπριώτατος