Ηροδότου αληθινές Ιστορίες: Νυχτερινή επιχείρηση!

Στο τέλος της περιπέτειας, αυτό που έμεινε ήταν το μεσημεριανό γεύμα που ετοίμασε η μακαρίτισσα η μάνα μου, με συνδαιτημόνες τους τρεις πρωταγωνιστές της αληθινής αυτής ιστορίας και τις τρεις γυναίκες τους.

Την ιστορία μου την διηγήθηκε ο πατέρας μου, με κάθε λεπτομέρεια, σήμερα 28 Αυγούστου 2021.

Έτος 1958. Στο Ζακάκι της Λεμεσού οι κάτοικοι ήταν δεν ήταν πεντακόσιοι, ένα χωριό – προάστειο της Λεμεσού που δεν είχε ακόμα ηλεκτρισμό, αυτοκίνητα και ασφαλτόδρομους αλλά και άλλες υπηρεσίες που σήμερα είναι τόσο απαραίτητες όσο και ένα ποτήρι νερό, με τους λίγους του κατοίκους να ασχολούνται με την κτηνοτροφία και την γεωργία κυρίως. Δίκαια τότε το Ζακάκι ονομαζόταν ο λαχανόκηπος της Λεμεσού. Αλλά σε μια περίοδο Αγγλικής διοίκησης και διακυβέρνησης της Κύπρου. Και ήταν περίοδος της ΕΟΚΑ.

Στο μικρό με τα σημερινά δεδομένα, παντοπωλείο που διατηρούσαν οι γονείς μου, μπορούσες να βρεις τα απαραίτητα, από ψωμιά, ποτά, φαγώσιμα και είδη για το σπίτι, μα ακόμα και είδη μαναβικής και ζαρζαβατικών. Συνηθισμένο ήταν το φαινόμενο, αργά το απόγευμα υπό το φως των λουξ, να έβλεπες μερικούς άντρες του χωριού μαζεμένους να πίνουν τα ποτά τους στο παντοπωλείο με τα συνοδευτικά μεζεδάκια, οπωσδήποτε. Έμαθα σήμερα πως η μάνα μου μαγείρευε κιόλας για τους εργαζομένους στην κατασκευή του εργοστασίου SWS που λειτουργεί μέχρι σήμερα στο Ζακάκι για την κατασκευή χυμών.

Το βράδυ εκείνο, μεταξύ ευθυμίας και μέθης, μεταμεσονύκτια έκλεισε η συμφωνία. Και οι τρεις της παρέας (για ευνόητους λόγους δεν αναφέρονται τα ονόματα τους, οι δύο μάλιστα απεβίωσαν), συμφώνησαν πως στο Δημοτικό σχολείο του χωριού έπρεπε να υψωθεί η Ελληνική Σημαία. Θα ήταν ένα καρφί στα μάτια των Εγγλέζων που όπως είπαμε είχαν την διακυβέρνηση της Κύπρου από το 1878. Που συνήθως ένα τέτοιο γεγονός ήταν αιτία για συλλήψεις, φυλακίσεις, ξυλοδαρμούς κλπ. Έτσι λοιπόν έπρεπε την επόμενη μέρα να εκτελεστεί η συμφωνία. Χρειαζόταν μυστικότητα και εχεμύθεια, να μην πάρει μυρωδιά κανένας στο χωριό και κυρίως η Αστυνομία!

Ο πατέρας μου ανέλαβε να βρει μια μεγάλη Ελληνική Σημαία. Δύσκολο πράγμα. Ήξερε κάποιον στην Λεμεσό, που ίσως μπορούσε να τον προμηθεύσει.

  • «Ελληνική Σημαία θέλω κύριε Λουκά!», ήταν ευθεία και χωρίς περιστροφές η παραγγελία.
  • «Θα σου δώσω, αλλά αν ο σκοπός που την θέλεις είναι Εθνικός, δεν θέλω χρήματα!», άλλο τόσο ευθύς ο λόγος του πωλητή.

Μια τεράστια Ελληνική Σημαία και ένας ιστός είχαν με μυστικότητα ετοιμαστεί και με… απόκρυψη έφτασαν στο πατρικό μου σπίτι στο Ζακάκι. Το ίδιο βράδυ οι τρεις πρωταγωνιστές συναντήθηκαν για τα τελευταία διαδικαστικά της επιχείρησης. Συγχρόνως υπήρχε και το διασκεδαστικό μέρος! Με κονιάκ και μεζέδες…, μα στο βάθος του μυαλού τους η υλοποίηση της απόφασής τους. Η τοποθέτηση της Ελληνικής Σημαίας στην στέγη του σχολείου. Το βράδυ κύλησε γρήγορα. Μεσάνυχτα πλέον και ο κόσμος κοιμόταν. Παντού πυκνό σκοτάδι, χειμωνιάτικα, μέσα του Γενάρη, μόνον τέσσερις φιγούρες περπατούσαν στους χωματόδρομους του χωριού. Στην παρέα είχε προστεθεί και μια γυναίκα, η γυναίκα του ενός από τους τρεις άντρες, που είχε περάσει προηγουμένως από… εξετάσεις, κατά πόσον ήξερε να σφυρίζει… κλέφτικα σε περίπτωση ανάγκης. Θα κρατούσε τσίλιες στην άκρη του δρόμου (Φραγκλίνου Ρούσβελτ και Πάρου γωνία σήμερα). Ο πατέρας μου κρατούσε και μια ξύλινη σκάλα, αφού έπρεπε αυτός να τοποθετήσει στην στέγη την Σημαία.

Στην σκέψη μου φέρνω την εικόνα εκείνης της νύχτας, αφού έζησα λίγο αργότερα στις γειτονιές του σχολείου, δίπλα από την παλιά εκκλησία της Αγίας Βαρβάρας. Δεν θα υπήρχε και μεγάλη διαφορά! Λασπωμένος ο δρόμος, χωρίς φωτισμό, χωρίς φεγγάρι, καταχνιά και κρύο.

Η σκάλα τοποθετήθηκε, ο πατέρας μου ανέβηκε στην οροφή, αφαίρεσε ένα κεραμίδι στην γωνία και φύτεψε τον ιστό με την σημαία στην τρύπα που δημιουργήθηκε. Κανένας δεν πήρε χαμπάρι, ούτε η γυναίκα που κρατούσε τσίλιες χρειάστηκε να σφυρίξει. Αμέσως η ομάδα διαλύθηκε. Καθένας στο σπίτι του. Η Ελληνική Σημαία ήταν εκεί που έπρεπε. Η επιχείρηση πέτυχε.

Αλλά…, ες αύριον τα σπουδαία!

Τα παιδιά του σχολείου, μόλις είδαν το πρωΐ να κυματίζει η Ελληνική Σημαία ψηλά στην κεραμοσκεπή, άρχισαν τους πανηγυρισμούς. Εθνική υπερηφάνεια! Άρχισαν να ψάλουν τον Εθνικό Ύμνο και σχημάτισαν γραμμές, κάτι σαν παρέλαση! Οι δάσκαλοι ήταν αμήχανοι, μα ευχαριστημένοι. Φωτογραφία δυστυχώς, δεν υπάρχει.

Στις 10 το πρωΐ ένας Ελληνοκύπριος Αστυνομικός, σταμάτησε με την μοτοσυκλέτα του μπροστά από το παντοπωλείο.

  • «Ποιος είναι ο Γεώργιος Χρυσάνθου;», φώναξε με μια φωνή που περίμενε απάντηση από τον μοναδικό που την άκουσε. Από τον πατέρα μου.
  • «Εγώ είμαι, τι συμβαίνει;» απάντησε ο πατέρας μου μα ήξερε ακριβώς τι συνέβηκε. Έπεσε… κάρφωμα, αλλά από ποιον; Το ερώτημα παραμένει μέχρι σήμερα αναπάντητο.
  • «Σε μια ώρα να βρίσκεσαι στην Αστυνομία Λεμεσού (βρισκόταν τότε στον παραλιακό δρόμο, κοντά στην εκκλησία της Αγίας Νάπας, σήμερα είναι χώρος στάθμευσης) για ανάκριση!».

Στις 11 ακριβώς βρισκόταν εκεί. Συναντήθηκε και με τους άλλους δύο φίλους του. Είχαν ειδοποιηθεί και αυτοί να βρίσκονται εκεί. Τι γίνεται τώρα; Ρώτησαν από εδώ, πήγαν από εκεί, σε κανένα γραφείο δεν είχαν καταγεγραμμένη υπόθεση και καταγγελία του γεγονότος.

  • «Πάμε να φύγουμε λοιπόν!». Και έφυγαν!

Μα τι είχε συμβεί; Ένας Τουρκοκύπριος αστυνομικός λοχίας υπηρεσίας, γνώριζε (ήταν φίλοι) τον ένα από τους τρεις! Είδε την καταγγελία (το… κάρφωμα), είδε τα ονόματα και…

  • «Βρε, τρελαθήκατε, θα πάτε φυλακή!», του είπε αργότερα. Και κατέστρεψε κρυφά την καταγγελία και το αρχείο! Δεν υπήρχε πλέον υπόθεση!

Στην επιστροφή στο Ζακάκι, περίμεναν με αγωνία τους άντρες τους τρεις γυναίκες! Μόλις τους είδαν, τα πρόσωπα τους έλαμψαν. Αφού ήξεραν και αυτές πως στα κρατητήρια οι άντρες τους δεν θα είχαν καλή μεταχείριση. Αντιθέτως μάλιστα…

Στο τέλος της περιπέτειας, αυτό που έμεινε ήταν το μεσημεριανό γεύμα που ετοίμασε η μακαρίτισσα η μάνα μου η Βασιλική, με συνδαιτημόνες τους τρεις πρωταγωνιστές της αληθινής αυτής ιστορίας και τις τρεις γυναίκες τους. Μπάμιες, κρεμμύδια φρέσκα, ελιές και σαρδέλες. Ααα! Και κονιάκ!

Η διήγηση της ιστορίας από κάποιον που έχει υπερβεί το 96ο έτος της ηλικίας του, με απίστευτη διαύγεια πνεύματος, ήταν τόσο ακριβής, λεπτομερής και συναισθηματικά φορτισμένη ώστε θεωρώ πως ήταν ο πιο σημαντικός λόγος, για να την αναρτήσω στις Ηροδότου αληθινές Ιστορίες. Και είμαι περήφανος γι’ αυτό! Και μεγάλη τιμή για εμάς τους νεότερους, για τους γονείς μας.

28 Αυγούστου 2021: Η αφήγηση της ιστορίας

Ηρόδοτος Χρυσάνθου