Μάταια το περίμενες, το θαύμα δεν το είδες,

κάποια μορφή στον ουρανό, μια λάμψη, ένα αστέρι

και μου ‘πες ότι έχασες τις λιγοστές ελπίδες

πως ένα δώρο ήθελες η νύκτα να σου φέρει…

***

Διέσχιζες τον ουρανό μήπως το εντοπίσεις,

να φτάσουν κουδουνίσματα για μια στιγμή στ’ αυτιά σου,

 λαμπρές, πολύχρωμες γραμμές ευχόσουν ν’ αντικρίσεις,

μα τίποτε…, κουράστηκε στο τέλος η ματιά σου!

***

Μάταια το περίμενες, δεν άκουσες “χο, χο…”,

δεν βγήκαν ούτε έλκηθρα με δώρα φορτωμένα,

ποθούσες ένα όνειρο που έστω και φτωχό,

θα σ’ έπαιρνε με τα παιδιά μαζί του και εσένα!

***

Φιγούρα κόκκινη χοντρή με σκούφο κι άσπρα γένια,

να ρίχνει δώρα εδώ κι εκεί κι εσύ να τα μαζεύεις,

σαν τα παλιά που πέρασαν, χρόνια παραμυθένια,

που τώρα για να ξαναρθούν, πρέπει να το πιστεύεις…!

Ο Παγκυπριώτατος