Ξέρω πως ήταν ψέματα, πως δεν ήταν αλήθεια,

πως μου πουλούσες… λάχανα, μου ‘λεγες παραμύθια,

ένα λαβ-στόρυ κάλπικο, που μ’ είχε φευ, θαμπώσει,

με δόλωμα μια αγκαλιά κι αγάπη άλλη τόση !

***

Ψεύτικα ήταν όλ’ αυτά και οι ματιές που πήρα,

σαν λαμπερή, φαντακτερή, κάλπικη όμως λίρα,

που ξαφνικά με τύφλωσε, μου ζέστανε το αίμα,

μα ήταν ένα πέρασμα, φαίνεται προς το ψέμα !

***

Σαν μια… κοκότα πονηρή που μου ‘κλεινε το μάτι

και σαν βιτρίνα που τραβά τον εύκολο πελάτη,

μα ευτυχώς δεν τσίμπησα, με κάλυψε η μοίρα,

γιατ’ ήσουν μία κάλπικη χωρίς αξία λίρα…!

Ο Παγκυπριώτατος