Ηροδότου Ιστορίες: Ο Αράπης και τα τσιγάρα…!
Η επιστροφή από μακρινά εργοτάξια της εταιρείας στη Λιβύη, ειδικά εάν ήσουν μόνος στο αυτοκίνητο ήταν πολλές φορές ανιαρή, μονότονη και κυρίως επικίνδυνη αφού μπορούσες να κοιμηθείς επάνω στο τιμόνι λόγω της κούρασης και της ζέστης.
Ιστορία πρώτη: Ο Αράπης!
Ήταν Σεπτέμβριος, Πέμπτη απόγευμα του έτους 1983 και ξαναθυμίζω εδώ ότι η Πέμπτη στις Μουσουλμανικές χώρες είναι σαν το Σάββατο των Χριστιανών αφού η επόμενη μέρα είναι αργία. Στο δρόμο δεν είχα δει πολλά αυτοκίνητα να έρχονται από την αντίθετη κατεύθυνση, παρά μόνον τέσσερα με πέντε με είχαν προσπεράσει στην επιστροφή μου από ένα ερημικό εργοτάξιο που βρισκόταν μερικές εκατοντάδες χιλιόμετρα μακριά από την πρωτεύουσα Τρίπολη. Περίμενα πως και πως να φανούν μπροστά μου τα πρώτα σπίτια ενός χωριού που δεν θυμούμαι σήμερα το όνομά του, για να κάμω στάση αφού στην άκρη δεξιά του δρόμου υπήρχε ένα ας πούμε μπακάλικο, όπου εκεί συνήθως έβρισκα παγωμένο χυμό σταφυλιού (θυμούμαι την Αυστριακή μάρκα του σε μεταλλικό τενεκεδάκι). Δεν έπινα ένα μόνο, αφού η δίψα ήταν τόση που το ένα τενεκεδάκι ήταν σαν μια… σταγόνα στον ωκεανό της δίψας μου!
Το χωριό φάνηκε τελικά από μακριά, οι ψηλοί φοίνικες τρεμόπαιζαν ακόμα από την ζέστη και πλησιάζοντας είδα πιο καθαρά τα χαμηλά πλινθόκτιστα σπίτια που άρχιζαν να ανασαίνουν από την απομάκρυνση της πύρινης ατμόσφαιρας που επικρατούσε κατά την διάρκεια της ημέρας.
Φαινόταν πως υπήρχε κάποια γιορτή εκείνη την ώρα στο χωριό, αφού το μικρό μπακάλικο είχε κίνηση, μα περισσότερο εντυπωσιάστηκα από τον κόσμο που υπήρχε στα απέναντι σπίτια, στην άλλη μεριά του δρόμου, όπου στην δική μου εκτίμηση θα πρέπει να υπήρχαν καμιά πενηνταριά άνθρωποι, όλοι άνδρες ντυμένοι με τα καλά τους ρούχα, τις γραφικές παραδοσιακές τους κελεμπίες. Δυο τρεις ομάδες καθόντουσαν κάτω στο χώμα και οι πιο πολλοί ήταν καθισμένοι κάτω με τις πλάτες ακουμπισμένες στον τοίχο των σπιτιών, που έτσι είχα καταλάβει πως ήταν φούρνος, κρεοπωλείο και καφενείο, όλα μαζί σε σειρά.
Έπινα τον χυμό μου μα ήμουν περίεργος και διασταύρωσα τον δρόμο πηγαίνοντας απέναντι να δω τι έκαναν όλοι αυτοί οι άνθρωποι, μαζεμένοι εκεί…! Χαιρέτησα με χειραψία όλους «σαλάμ αλέκομ», με ρώτησαν από που είμαι, που εργαζόμουν και αφού έγιναν οι συστάσεις στάθηκα πάνω από αυτούς που σαν ομάδες έπαιζαν πεντόβολα στο χώμα, θυμίζοντάς μου το παιδικό παιχνίδι τις «πέντε πέτρες» που παίζαμε παιδιά. Έπιναν τσάϊ και μου πρόσφεραν μάλιστα ένα φλυτζάνι, μα είδαν πως κρατούσα τον χυμό στο χέρι μου και δεν συνέχισαν.
Το βλέμμα μου όμως καρφώθηκε στον καθισμένο κάτω με την πλάτη ακουμπισμένη στον τοίχο ηλικιωμένο άντρα, με το κάτασπρο γένι του και το άσπρο του φέσι, που λες και ψηνόταν πάνω στην φωτιά, ήταν βουτηγμένος στην… ομίχλη των καπνών του από το τσιγάρο που είχε στο στόμα του! Είχε στα μάτια ένα παράξενο σχήμα, λεπτοκαμωμένο άτομο που φαινόταν πως είναι ο… σοφός του χωριού, με το βλέμμα του στο άπειρο την ώρα που ξεφυσούσε τον καπνό σχηματίζοντας λιγνές φιγούρες, κύκλους και στροβίλους που χανόντουσαν στο αδύνατο αεράκι, που ήδη είχε αρχίσει να κάνει την εμφάνισή του κάνοντας την ατμόσφαιρα πλέον υποφερτή.
Μου έκαμε νόημα να τον πλησιάσω, παρόλο που είχα προηγουμένως κάμει χειραψία μαζί του.
- «Πως σε λένε;» ρώτησε.
- «Ηρόδοτο» απάντησα.
- «Στην Κυπριακή εταιρεία;» ξαναρώτησε.
- «Ναι», του απάντησα και έδειξε πως γνώριζε για την Κύπρο, την εταιρεία που εργαζόμουν και το εργοτάξιο που βρισκόταν 50-60 χιλιόμετρα νοτιότερα.
Ο καπνός από το τσιγάρο που είχε στο στόμα είχε σχεδόν γίνει ένα με το κεφάλι του και με δυσκολία έβλεπα τις εκφράσεις και τις χαρακτηριστικές λεπτομέρειες του προσώπου του. Ήθελα όμως κι εγώ να τον ρωτήσω κάτι:
- «Πόσα τσιγάρα καπνίζεις την ημέρα;» ρώτησα.
- «Ογδόντα τσιγάρα!» απάντησε και ταυτόχρονα έβγαλε από την κελεμπία το πακέτο με τα τσιγάρα που κρατούσε. Ήταν τσιγάρα χωρίς φίλτρο, που παλαιότερα είχα δοκιμάσει και λίγο έλειψε να πνιγώ!
- «Και πόσων χρονών είσαι;» ρωτώντας ξανά χωρίς να είμαι σίγουρος πως θα μου απαντήσει.
- «Ογδόντα έξι χρονών…!» απάντησε με ύφος που φανέρωνε υπερηφάνεια και κατόρθωμα αφού τόνισε πως κάπνιζε από… δώδεκα χρονών!
- «Μάσιαλλα…!» απάντησα, τον χαιρέτησα και έφυγα.
Μπήκα στο αυτοκίνητο για την συνέχεια προς την Τρίπολη έχοντας στο μυαλό μου τον γέροντα με το τσιγάρο, μα στην διαδρομή θυμήθηκα την Ιστορία που θα διαβάσετε πιο κάτω:
Ιστορία δεύτερη: Τα τσιγάρα!
Ήταν 30 Μαΐου του έτους 1981. Στην διαδρομή μου από την πόλη Ζλίτεν προς την Τρίπολη το μοναδικό πράγμα που είχα για παρέα ήταν οι κασέτες με τα τραγούδια που άκουγα στο αυτοκίνητο, ο Καζαντζίδης, η Μαρινέλλα, ο Κόκοτας, η Μοσχολιού κι ο Μπιθικώτσης. Είχα ακούσει τόσες πολλές φορές τα ίδια τραγούδια, που είχαν αυτά γίνει ένα και το αυτό με εμένα. Τα ήξερα απ’ έξω και ανακατωμένα!
Α! Πρέπει να πω ότι, είχα για συνοδεία και τα τσιγάρα μου που μανιωδώς κάπνιζα, αρχίζοντας από πολύ νωρίς καθημερινά μέχρι αργά το βράδυ. Το αυτοκίνητο μύριζε από τον καπνό των τσιγάρων, εκείνη την απαίσια γνωστή μυρωδιά, η μπόχα που έρχεται ακόμα στην μύτη μου και μου κάνει εντύπωση και απέχθεια όταν μπαίνω σε κλειστούς χώρους και… περιέργως βλέπω πολλούς να καπνίζουν σαν τον… Αράπη της πρώτης Ιστορίας του Ηρόδοτου.
Πλησίαζα στην Τρίπολη, όταν πήρα μηχανικά το πακέτο με τα τσιγάρα, και είδα πως είχαν απομείνει δύο τσιγάρα, από τα είκοσι του πακέτου και συνειδητοποίησα ότι, είχα ήδη καπνίσει τριανταοκτώ μέχρι εκείνη την στιγμή της ημέρας…!
Άνοιξα γρήγορα το παράθυρο του αυτοκινήτου και χωρίς δεύτερη σκέψη, πέταξα το πακέτο με τα δύο τσιγάρα που είχαν απομείνει, με την ταχύτητα του αυτοκινήτου να μην επιτρέπει κανένα δισταγμό για επιστροφή!
«όταν θα μου πει ο γιατρός ότι πρέπει να κόψω το κάπνισμα, θα είναι πλέον αργά!» σκέφτηκα σε κλάσματα του δευτερολέπτου, γι’ αυτό και πέταξα το τελευταίο πακέτο. Ένα πακέτο ײdu Maurierײ super kings.
Πρέπει να είχα διανύσει ένα χιλιόμετρο όταν θυμήθηκα πως μέσα στο πακέτο που πέταξα υπήρχε εκτός από τα δύο τσιγάρα και ένα όμορφο αναπτηράκι, με το όνομά μου χαραγμένο επάνω, δώρο των κουμπάρων μου, ένα χρυσό κόσμημα που πήγε θύμα της αστραπιαίας μου απόφασης! Πήγα να σταματήσω, να επιστρέψω μήπως το βρω και το πάρω πίσω, μα βλέποντας το στρατιωτικό κομβόι αυτοκινήτων που ερχόταν από απέναντι μου, αναθεώρησα την απόφαση μου και συνέχισα τον δρόμο μου.
Ήταν Σάββατο, τριάντα Μαΐου του έτους 1981. Ώρα μία και μισή το μεσημέρι. Από τότε δεν ξανάβαλα τσιγάρο στο στόμα μου. Είμαι δε, φανατικός αντικαπνιστής.
Τότε, μέχρι την ημέρα που σταμάτησα το κάπνισμα, κάπνιζα εξήντα τσιγάρα την ημέρα!
Τον… Αράπη της πρώτης μου Ιστορίας ίσως σήμερα εάν συνέχιζα, να τον ξεπερνούσα!
Ηρόδοτος Χρυσάνθου
Ωραίες αληθινές ιστορίες…τελικά δεν γράφετε μόνο ωραία και ξεχωριστά ποιήματα, γράφετε κύριε Ηρόδοτε και ξεχωριστές και ενδιαφέρουσες ιστορίες…να γράψετε και ένα βιβλίο με μικρές και διαφορετικές ιστοριούλες απο την ζωή σας ή μη…γιατί όχι;;;; έχετε ιδιαίτερο τρόπο που τα γράφετε και το κυριότερο; Περνάτε πάντα μηνύματα ουσίας και μας συγκινείτε…και οι 2 ιστορίες σας ήταν ωραίες…ευτυχώς εγώ δεν καπνίζω αλλά καπνίζει ο αδερφός μου σαν φουγάρο…πήρε τις κακές συνήθειες του πατέρα του…εσείς ευτυχώς πήρατε την απόφαση και το κόψατε μαχαίρι…τελικά όλα μια απόφαση είναι στη ζωή….
Καλησπέρα φίλε μου Ηρόδοτε. Και πολύ καλά έκανες. Εγώ χρόνια τώρα που το έκοψα μαχαίρι και βρήκα την υγειά μου. Βέβαια και να μην το έκοψα τότε, τώρα με τον Μητσοτάκη θα γινόταν έτσι κι αλλιώς!!!!
Καλημέρα Γιάννη,
Καλά έκανε ο Μητσοτάκης! Εάν πας Ευρώπη και δεις την συμπεριφορά των καπνιστών προς τους μη καπνίζοντες τότε θα αντιληφθούμε την διαφορά επιπέδου. Στο γραφείο μου (Πολωνία) δεν τολμούσε να σκεφτεί έστω κάποιος να ανάψει τσιγάρο. Όλοι έβγαιναν έξω.
Τυχερός ή άτυχος αυτός που βρήκε το πακέτο με τα δύο τσιγάρα και τον αναπτήρα;;
Και παράτησες τα Αντινικότ 22 βρε Ροτή για να καπνίζεις ײdu Maurier” ;;
Ελπίζω να μεν ξανάρχισες το κάπνισμα εχτές μετά το ματς της Λεμεσού !!!
Ρε Αντρέα, πως θυμήθηκες το Αντινικότ 22;
Καλημέρα. Όμορφες νοσταλγικές ιστορίες, έρημος, μοναξιά, μουσική. Όσο για το τσιγάρο, δεν θα μας το
κόψει ο γιατρός … πρόλαβε ο Μητσοτάκης!!!