Στον αέρα που με ζώνει, πόσο θα ‘θελα να μοιάζω,

να πλανιέμαι στους αιθέρες, στις ακρογιαλιές ν’ αράζω,

στις βουνοκορφές να στρίβω, στα πελάγη ν’ αρμενίζω,

μέσ’ τις γειτονιές να μπλέκω, στα καντούνια να σφυρίζω!

***

Να τρυπώνω όπου θέλω, να γλιστρώ όπως το χέλι,

να πλαντάζει εις το κλάμα η καρδιά μου όταν θέλει,

σαν αέρας ξεχασμένος που μοσχοβολά στην Πόλη,

την Αγιά Σοφιά να ζώσω, να την αγκαλιάσω όλη!

***

Σαν γονατιστός θα σκύψω, με κατάνυξη και δέος,

 να φανερωθεί μπροστά μου ένας Αυτοκράτωρ Νέος,

να ηχούν όπως και τότε οι Πολεμικοί παιάνες,

μαζί τριακόσια Σήμαντρα κι εξηνταδυό καμπάνες!

***

 Άυλες μορφές Αγγέλων, να ζωντάνευαν στους θόλους

 αέρας είμαι ν’ ανεβώ, να τους φιλήσω όλους,

 μέσ’ την ταραχή επάνω Πίστη μου κι ελπίδα θα’ ‘χω,

 σαν βροντή να ακουστεί, ναι, ξανά… ‘’Τη Υπερμάχω’’!

***

Κι όταν Σε δω, τα δάκρυα Δέσποινα να σκουπίζεις,

 μαζί κι εγώ μ’ ένα Λαό δικό σου, το γνωρίζεις,

θα σου φωνάξω δυνατά με τις χορδές να σπάνε,

‘’Πάλι με Χρόνια με καιρούς, Πάλι δικά μας θα ‘ναι’’!

Ο Παγκυπριώτατος