Ηροδότου αληθινές Ιστορίες: Η τελευταία ιστορία…!

Ήταν από τις λίγες φορές που συνειδητοποιούσα πως η αληθινή αυτή ιστορία είχε υπονοούμενα από τον αφηγητή της και πολλές αμφιβολίες από μένα. Υπήρχαν αρκετοί λόγοι για να μην σχηματίζω καθαρή εικόνα,  ίσως όμως όλα να ήταν δικαιολογημένα. Γιατί αυτός που μου την διηγόταν ήταν ήδη 97 και βάλε χρονών και εγώ ήμουν λίγο δύσπιστος! Ήταν η τελευταία αληθινή ιστορία του πατέρα μου.

ΣΤΗΝ ΑΥΛΗ ΤΟΥ ΣΠΙΤΙΟΥ

Καθίσαμε έξω στην αυλή του σπιτιού, δέκα η ώρα το πρωί κάτω από το κιόσκι και κρατούσε την εφημερίδα του, την «Αλήθεια». Μόνον αυτή την εφημερίδα ήθελε να διαβάζει γι’ αυτό και κάθε πρωί η εφημερίδα βρισκόταν στα χέρια του. Απαραίτητο ήταν η εφημερίδα του να διαβάζεται πρώτα από τις εσωτερικές σελίδες, εκεί που μάθαινε τα κοινωνικά γεγονότα, τις αγγελίες για γάμους, θανάτους και μνημόσυνα. Μάλλον θα είχε τους λόγους του…! Είχε καθαρή μνήμη, διαύγεια πνεύματος και χαιρόταν για τα χαρμόσυνα και λυπόταν για τα θλιβερά.

Η γειτονιά που ζούσε τώρα δεν θυμίζει αυτή της παλιάς εποχής (πολλοί την αποκαλούν καλή, εγώ μπορεί και να μην συμφωνώ). Ο δρόμος τότε την δεκαετία του ‘50 ήταν μισός άσφαλτος, μισός με χώμα και χαλίκια, γεμάτος σκόνη και λάσπη, τα αυτοκίνητα ελάχιστα, ένας δύσκολος δρόμος χωρίς φωτισμό, χωρίς οδικούς κανόνες και διαγραμμίσεις, δίχως σημάνσεις. Άρχιζε ανατολικά από την Τουρκική συνοικία της Λεμεσού και κατέληγε δυτικά στο Φασούρι. Η σημερινή Λεωφόρος Φραγκλίνου Ρούσβελτ στο Ζακάκι της Λεμεσού. Και το ξανατονίζω, σκοτεινός τα βράδια, μαύρος σαν πίσσα και επικίνδυνος. Για οχήματα και για ανθρώπους. Ειδικά όταν πρόκειται για δρόμο του 1958, όταν όλο το χωριό συχνά ήταν υπό περιορισμό και στο απέναντι χωράφι στρατοπέδευαν συστηματικά Αγγλικά στρατεύματα.

ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ του 1958

Χειμωνιάτικο το βράδυ, η ώρα οκτώ, στα τέλη Φεβρουαρίου του ’58. Ένα σπίτι από τα λίγα που είχαν φως, με ένα λουξ στο εσωτερικό του που έδινε στόχο και ένδειξη πως εκεί υπήρχε κάποια κίνηση. Εδώ ήταν το παντοπωλείο, το μπακάλικο του Γιώργου και της Βασιλικής. Οι Άγγλοι το έβλεπαν από απέναντι. Πρέπει να ήθελαν κάτι να φάνε και κυρίως κάτι να πιούν…! Εξ άλλου στο μπακάλικο έβρισκες τότε ψωμιά, τυριά και λουκάνικα, όσπρια και λαχανικά, γιαούρτι και κονσέρβες αλλά και τσιγάρα και οινοπνευματώδη ποτά.  Ένα μικρό… σούπερ μάρκετ που όμως είχε τα απαραίτητα, αυτά που ήθελε ένα σπίτι, σε ένα χωριό με πεντακόσιους το πολύ κατοίκους σε μια αγροτική και κτηνοτροφική περιοχή.

Έξι – εφτά Άγγλοι στρατιώτες με τα όπλα τους, μπήκαν στο μαγαζί. Ο πατέρας μου μπορούσε να συνεννοηθεί στα Αγγλικά μαζί τους. Πήραν ότι ήθελαν, πήραν φαγώσιμα, πήραν και ποτά. Πλήρωσαν και έφυγαν όλοι μαζί με δυτική κατεύθυνση, προς το Τραχώνι. Τα φώτα στο μαγαζί σε λίγο θα έσβηναν. Εξ άλλου τότε ο κόσμος κοιμόταν τέτοια ώρα…

ΤΟ ΔΙΛΛΗΜΑ

Σάστισε ο πατέρας μου. Σε μια γωνιά του μπακάλικου, βρήκε ξεχασμένα και ακουμπισμένα τρία τυφέκια. Γνωστός τύπος όπλου, αυτά όμως υπήρχαν τότε και έχω την εντύπωση πως σήμερα θεωρούνται αντίκες! Ο πατέρας μου βρέθηκε μπροστά σε δίλλημα.

«Το αποσιωπώ και τα κρατώ ή φωνάζω μέσα στη νύχτα μήπως και ακούσουν οι στρατιώτες;» Αυτά ήταν ερωτήματα που ήθελαν απάντηση. Και ήταν μήπως ένα σενάριο προσχεδιασμένο ώστε σε πιθανό έλεγχο να βρεθεί ο πατέρας μου με όπλα, γεγονός που θα σήμαινε με βεβαιότητα… καταδίκη σε θάνατο! Έπραξε το σωστό. Σε κλάσματα του δευτερολέπτου βγήκε στον λασπωμένο δρόμο.

Μέσα στο σκοτάδι, φώναζε δυνατά κρατώντας στα χέρια του τρία όπλα τυλιγμένα σε μια λινάτσα τρέχοντας προς τα δυτικά, μήπως και εντοπίσει τους Άγγλους! Κρατούσε και ένα κλεφτοφάναρο. Σε μια απόσταση τετρακοσίων – πεντακοσίων μέτρων διέκρινε σκιές να κινούνται, εκεί που σήμερα βρίσκεται ο μεγάλος κυκλικός κόμβος προς το My Mall  της Λεμεσού. Ξαναφώναξε δυνατά, τον άκουσαν και τον πλησίασαν οι Άγγλοι. Είναι δικά σας τα όπλα, τους είπε. Δεν δεχόταν αντιρρήσεις. Τα άφησε κάτω μπροστά τους και έφυγε τρέχοντας για το σπίτι του. Αυτοί συνέχισαν να τρώνε μέσα στο κρύο και στο σκοτάδι και κυρίως να… πίνουν τα ποτά τους μακριά από τα αντίσκηνα τους.

ΤΗΝ ΕΠΟΜΕΝΗ ΜΕΡΑ

Δεν γνωρίζει κανένας τις αντιδράσεις των στρατιωτών εκείνη τη νύχτα. Την επόμενη μέρα το πρωί, όταν στο πρώτο φως του ήλιου μπορούσες να καταγράψεις κινήσεις, μια ομάδα στρατιωτών μπήκε στο μαγαζί ξανά, ευχαρίστησαν τον πατέρα μου και έφυγαν. Αυτή την φορά δεν… ξέχασαν τα όπλα τους, τα είχαν κρεμασμένα στους ώμους.

Πολλές φορές σταματούσε την ιστόρηση του γεγονότος, έπαιρνε ανάσα και προσπαθούσε να θυμηθεί λεπτομέρειες, μήπως και κάποια του διέφευγε, ώστε η αληθινή αυτή ιστορία στην καταγραφή της να μην αφήνει κενά και ασάφειες. Και κυρίως για να δώσει χωρίς υπονοούμενα καθαρή εικόνα μιας προβοκατόρικης ενέργειας της αποικιοκρατικής πολιτικής που μπορούσε να ενοχοποιήσει και να στοχοποιήσει τον οποιονδήποτε, εκείνη την εποχή του αγώνα της Εόκα το 1955 – 59, της εξέγερσης του Κυπριακού λαού εναντίον των αποικιοκρατών.

Ο πατέρας μου απεβίωσε στις 14 Μαρτίου του 2025 σε ηλικία 100 χρόνων και αναπαύεται πλέον στο κοιμητήριο της Αγίας Βαρβάρας στο Ζακάκι, έχοντας σε κοντινή απόσταση το παλιό δημοτικό σχολείο, εδώ όπου ένα βράδυ κατέβασε με άλλα τρία άτομα την Αγγλική σημαία από τον ιστό με αποτέλεσμα να κηρυχθεί «κατ’ οίκον περιορισμός» στο χωριό. Η συνέχεια γνωστή. Θα την βρείτε στην ιστοσελίδα του Παγκυπριώτατου στις Ηροδότου αληθινές Ιστορίες «Νυχτερινή επιχείρηση…!». Μερικές εβδομάδες αργότερα «ξέχασαν» οι Άγγλοι στρατιώτες τα όπλα τους στο μπακάλικο. Τα συμπεράσματα δικά σας!

Ηρόδοτος Χρυσάνθου