Ένα διαφορετικό θέμα, οι “Ηροδότου Ιστορίες” γι’ αυτούς που δυσκολεύονται να κατανοήσουν τι εννοεί ο ποιητής στα Ποιήματά του! Πραγματικές ιστορίες που αν για μερικούς έχουν κάποια δόση… επιστημονικής φαντασίας, δεν μπορούν να αμφισβητηθούν αφού είναι αληθινές. Για μεγάλο χρονικό διάστημα οι “Ηροδότου Ιστορίες” κρατούσαν μόνιμη θέση σε Ελληνικά Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης. Από σήμερα εδώ!

***********************************************************************************************************************

Ηροδότου Ιστορίες: Το λαχείο…!

Ήταν δεκαετία του εξήντα στη Λεμεσό και μάλλον θα ήταν καλοκαίρι του 1962. Το καφενείο απέναντι από το σπίτι μας μάζευε πολύ κόσμο τα Σαββατοκύριακα και αρκετό μπορώ να πώ, τα βράδια των υπόλοιπων ημερών. Οι κουβέντες των θαμώνων του καφενείου μονότονες τις περισσότερες φορές μας νανούριζαν, αφού μικρά παιδιά πέφταμε νωρίς για ύπνο. Του μεροκάματου οι πιο πολλοί, γεωργοί και κτηνοτρόφοι, μαζευόντουσαν μετά τη δουλειά και απλά και εύκολα έλυναν ή μπέρδευαν περισσότερο τα προβλήματα που τους βασάνιζαν. Τηλεόραση δεν υπήρχε ακόμα, το ραδιόφωνο με την μεγάλη μπαταρία ήταν η μοναδική διασκέδαση αφού πολλά σπίτια δεν είχαν ηλεκτρισμό και με το τάβλι και το χαρτάκι περνούσε η νύκτα, μέχρι να πάρουν τα πόδια τους για το σπίτι.

Ο λαχειοπώλης φάνηκε απόγευμα Τετάρτης, όπως συνήθως γινότανε, με το ποδήλατο, και σε λίγο κατέβαινε τα σκαλιά του καφενείου. Θυμάμαι καλά πως ο πρώτος λαχνός του Κρατικού Λαχείου κέρδιζε 6000 λίρες. Είχαν αξία τότε οι έξι χιλιάδες λίρες και με αυτά τα χρήματα μπορούσε κάποιος να λύσει πολλά προβλήματα.

Οι πρωταγωνιστές της σημερινής Ιστορίας του Ηρόδοτου έχουν πλέον πεθάνει, μα δεν είναι ανάγκη να αναφέρω τα ονόματα τους, αφού δεν έχει καμιά σημασία  η αναφορά τους.

Ο καφετζής πάντα αγόραζε λαχείο και μαζι με όλους τους άλλους περίμεναν το απόγευμα του Σαββάτου, όταν το ραδιόφωνο θα μετέδιδε ζωντανά τους αριθμούς που κέρδιζαν. Πάντοτε υπήρχαν και υπάρχουν  οι  καλαμπουρτζήδες στη ζωή μας, όπως και στη περίπτωσή μας, αφού σημείωσαν κρυφά τον αριθμό του λαχείου που αγόρασε ο καφετζής…

Το Σάββατο έφτασε και οι πρώτες απογευματινές παρέες άρχισαν να καταφθάνουν στο καφενείο. Τα ποτά και οι καφέδες έδιναν και έπαιρναν, το τάβλι και το χαρτάκι δυνάμωναν, ο κόσμος ολοένα αυξανότανε, ώσπου ήρθε η ώρα – έξι το απόγευμα – της κλήρωσης του Κρατικού Λαχείου… Κάποιος σημείωνε τους αριθμούς σε ένα χαρτί και μετά την κλήρωση ο καθένας έκανε έλεγχο στους αριθμούς για πιθανά κέρδη. Ειδικός στις φάρσες ο μακαρίτης πλέον που σημείωνε τους αριθμούς, σημείωσε στο λευκό χαρτί πρώτο και καλύτερο τον αριθμό του λαχείου του καφετζή, που ανυποψίαστος ετοίμαζε τους καφέδες και σέρβιρε τους πελάτες του.

Το χαρτί με τα  νούμερα των λαχείων που κέρδιζαν πέρασε και στα χέρια του καφετζή που έψαξε στα συρτάρια του βιαστικά και ανέσυρε το δικό του λαχείο… Δεν είναι ανάγκη να σας πώ, πως το πρώτο πράγμα που συνέβηκε, ήταν το σπάσιμο 12 ποτηριών, μιας μπουκάλας με λεμονάδα, ένα βάζο με νερό και 2 καρεκλών που βρέθηκαν μπροστά του. Το τραπέζι με τα φλυντζάνια του καφέ δεν έσπασε, μόνο καμμιά δεκαριά φλυντζανάκια που ήταν επάνω έγιναν θρύψαλα !

Ο κόσμος… πανηγύριζε, τα κεράσματα ήταν όλα από τον καφετζή, το καφενείο πλημμύρισε από άλλους θαμώνες, πολλοί απ’ αυτούς πρώτη φορά πήγαιναν στο καφενείο αυτό, τα κάρβουνα άναψαν, κρέατα στο προσκήνιο, το πικ-απ στο φούλ (…σήκω χόρεψε κουκλί μου, να σε δω να σε χαρώ και ακόμα… θα τα κάψω τα ρημάδια τα λεφτά μου κλπ ) και το γλέντι φαινότανε να διαρκεί μέχρι τα ξημερώματα.

Το λαχείο φυλάχτηκε καλά από τον καφετζή, μην του το… κλέψουν κιόλας και γενικά η ατμόσφαιρα θύμιζε γαμήλιο γλέντι! Πιθανόν και κάποιοι συγγενείς να έκαναν και όνειρα… βοηθείας και υποστήριξης, τι καλός συγγενής που είσαι θείε, αδελφέ και ξάδελφε… Δεν θυμάμαι κάτι ανάλογο να συνέβηκε αλλού παρά μόνον σε παλιές Ελληνικές ταινίες!

Ο ήλιος φάνηκε δειλά-δειλά να ανεβαίνει το πρωί της Κυριακής και το… βομβαρδισμένο καφενείο με τα σπασμένα έπιπλα και γυαλικά έμειναν στο μυαλό μου. Ο παπάς έκανε την απόλυση στην Εκκλησία της Αγίας Βαρβάρας και το καφενείο ξανάπαιρνε την γνωστή του εικόνα, οι Κυριακάτικοι καφέδες, τα αναψυκτικά και τα λουκούμια πριν από το μεσημεριανό τραπέζι.

Οι πρώτες εφημερίδες έφθασαν και ο κουρασμένος απ’ το ξενύχτι, μα… χαρούμενος  καφετζής πήρε την πρώτη που έπεσε στα χέρια του για να δεί και τον δικό του αριθμό τυπωμένο και επίσημα πλέον στα… έντυπα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης.

Θα έκαναν… λάθος στην πρώτη εφημερίδα, λάθος και στην δεύτερη, την τρίτη και την τελευταία…,ευτυχώς ο καφετζής δεν είχε όπλο να το χρησιμοποιήσει, μα ο φαρσέρ δεν πήγε στο καφενείο εκείνο το πρωϊνό της Κυριακής αφού ήξερε τι θα γινότανε…

Ο καφετζής με τον φαρσέρ δεν ξαναμίλησαν μέχρι τον θάνατό τους. Πέθαναν και οι δύο…εχθροί! Η φάρσα και το επεισόδιο έμειναν όμως αθάνατα και τα ξαναζωντάνεψα σήμερα, σαν ένα Μνημόσυνο στους απλούς ανθρώπους που σημάδεψαν και χρωμάτισαν τη ζωή της Κυπριακής Κοινωνίας τα πρώτα χρόνια μετά την αποικιοκρατία των Εγγλέζων.