Ηροδότου Ιστορίες: Το νερό της Ερήμου!

Κάπου, στο τέλος της δεκαετίας του ’70…..

Τίποτε δεν προμήνυε στην αρχή της μέρας, την περιπέτεια που βιώσαμε. Το ξημέρωμα ήταν σαν όλα τα προηγούμενα, εκείνη η ομιχλώδης εικόνα των πρωινών ωρών σε μια αραβική παραθαλάσσια περιοχή – και ας μου επιτραπεί να μην αναφέρω ποια είναι αυτή – Ιούλιο μήνα, με τις θερμοκρασίες να φθάνουν καθημερινά σε επίπεδα τέτοια που σήμερα αδυνατώ να αντέξω, μα με την διάθεση και τον ενθουσιασμό για δουλειά σε πιο ψηλά από την θερμοκρασία επίπεδα και με μια συνηθισμένη για τους πιο πολλούς από εμάς διαδικασία για ένα μακρινό ταξίδι στη έρημο.

Πιο πολύ και από τις δυσκολίες τις καθημερινές μας ήταν η συνεχής σκέψη στην πατρίδα μας, μετά την Τουρκική εισβολή στην Κύπρο, τα αποτελέσματα και τις επιπτώσεις της μα και το φιλότιμο των εργαζομένων στην εταιρεία μας και η γλυκιά μέρα της επιστροφής, το “νόστιμον ήμαρ”. Εξ άλλου το ταξίδι εκείνο έμεινε στην ιστορία και στη μνήμη τη δική μας, των πέντε συνολικά ατόμων που το ζήσαμε και δεν επιδέχεται καμιά αμφισβήτηση.

Το Range Rover έφθασε μετά από αρκετές ώρες στο υπό κατασκευή εργοτάξιο σε μια ερημική περιοχή της αχανούς αυτής χώρας και ένα ξεμούδιασμα μερικών λεπτών ήταν απαραίτητο πριν από το ξεκίνημα..! Πρόχειρο φαγητό, κάποια σαντουιτσάκια, και νερό παγωμένο που υπήρχε αρκετό στους μεγάλους θέρμους ήταν τα εφόδιά μας και όρεξη άφθονη, για δουλειά. Δυστυχώς όλα κρίθηκαν στη λεπτομέρεια, όταν το αυτοκίνητο έπρεπε να φύγει για πολύ λίγο, μα τα εφόδια που είχαμε, το νερό και τα σαντουιτσάκια φύγανε και αυτά, για λίγο, έτσι δυστυχώς πιστεύαμε…!

Πιο πάνω κι από 50 βαθμούς υπό σκιάν θα είχε φθάσει ο υδράργυρος και η ώρα περνούσε μα νερό δεν υπήρχε, να βρέξουμε λίγο το στόμα μας. Ο ορίζοντας φαινόταν καθαρά να τρεμοπαίζει στο καμίνι της μέρας και περιμέναμε πως και πως να φανεί το Range Rover όπως ο μοναχικός κάου μπόι στο άλογό του, να σηκωθεί και η σκόνη της άμμου στο βάθος, μα τίποτε…!  Η κατάσταση φάνηκε να γινόταν τραγική και όλοι μας, τέσσερις άνθρωποι χωρίς νερό στο μέσο του πουθενά να σκεφτόμαστε τη συνέχεια. Η απόφαση πάρθηκε, ό ένας δηλαδή… εγώ, θα έπαιρνα τα πόδια μου και θα πήγαινα προς το αχανές άγνωστο, μήπως ακολουθώντας τα σημάδια των τροχών του αυτοκινήτου έβρισκα κάτι. Ήταν από τη μια η ζέστη και από την άλλη το ρίσκο του άγνωστου και η πιθανότητα να χαθώ και εγώ. Είχα μαζί μου και μια πυξίδα…

Μπορεί να είχα περπατήσει πάνω από τρεις ώρες, μόνος στην έρημο, ο ήλιος φαινόταν σαν μια φωτιά πλέον να καίει το κεφάλι μου, αλλά που σημάδια από ρόδες αυτοκινήτου, δεν υπήρχε τίποτε. Είχα όμως μια πίστη μέσα μου πως όλα θα πήγαιναν κατ’ ευχήν, όπως ο επιμένων που στο τέλος… νικά! Σαν μια οπτασία, μια αχνή εικόνα στο βάθος, εκεί στην φανταστική γραμμή του ορίζοντα, εκεί που ο ουρανός συναντά μαγικά τη γη, φάνηκε ένα κτίσμα να τρεμοπαίζει, τουλάχιστον έτσι το είδα. Δεν θυμάμαι πόση ώρα περπάτησα προς το μέρος εκείνο, μα ήταν τελικά ένα πηγάδι, ένα πολύ πρόχειρο πέτρινο κατασκεύασμα, μια τρύπα στην καυτή άμμο, που για μένα ήταν μια μεγάλη πολιτεία εκείνη την ώρα! Μετακίνησα κάποια ξύλα με τον τσίγκο που σκέπαζαν τον λάκκο και είδα στον πάτο νερό! Μπορούσα να κατέβω αφού οι πλευρές του πηγαδιού είχαν εσοχές για κάποιον που θα κατέβαινε σε ένα βάθος περίπου έξι-εφτά μέτρων. Ήταν νερό που έριχναν οι αρχές της χώρας αυτής από καιρού εις καιρόν για να ποτίζονται οι καμήλες των ”καραβανιών” που διέσχιζαν την έρημο. Κατέβηκα και ήπια όσο ήθελα, έβρεξα το κεφάλι μου και συνάμα συλλογιζόμουν αυτούς που άφησα πίσω να περιμένουν από τη μια εμένα και από την άλλη το αυτοκίνητο…! Δεν έπρεπε όμως να καθυστερήσω άλλο. Γέμισα με νερό ένα σκουριασμένο κουβά που υπήρχε εκεί, ανέβηκα με μεγάλη δυσκολία και ξαναπήρα τα πόδια μου για να συναντήσω τους υπόλοιπους, αν πλέον ήταν εν… ζωή, αφού ο καυτός ήλιος μήπως ήταν τελικά το φονικό όπλο που θα τους άφηνε μια για πάντα τσουρουφλισμένους στην έρημο!

Περπάτησα πολλά χιλιόμετρα, κάπου άρχισα να χάνομαι, μα ω, του θαύματος, το αυτοκίνητο φάνηκε στο βάθος να… καλπάζει σαν άλογο και να έρχεται προς εμένα. ”Συγνώμη” ήταν η πρώτη λέξη που μου είπε, ο αγαπημένος φίλος μέχρι σήμερα Αχιλλέας και τραβήξαμε για τους άλλους. Τους βρήκαμε πεσμένους στην καυτή άμμο, με τα κεφάλια κρυμμένα στους μικρούς θάμνους που κάπου-κάπου συναντούσες στην έρημο. Ήπιαμε όλοι νερό, πολύ νερό από τους θέρμους. Μα το νερό που ήπια στον μοναχικό λάκκο της ερήμου δεν θα το ξεχάσω ποτέ. Ήταν το πιο γλυκό, εκείνο το αλησμόνητο νερό της ερήμου! Εκτός από τον Αχιλλέα, τους άλλους τρεις, δύο Πακιστανούς και ένα Κύπριο, τον Σταύρο, έχω να τους δω ή να ακούσω νέα τους από τότε… Όπου και να βρίσκονται όμως, εύχομαι να είναι καλά.

Τα  γράφω όλα αυτά τώρα, μετά από τόσα χρόνια γιατί θέλω να τονίσω στους νέους που βασανίζονται σήμερα από τις τεχνητές οικονομικές κρίσεις, πως ποτέ δεν ήταν τα πράγματα ευκολότερα, ίσως τόσο πολύ χειρότερα που δεν μπορεί κανένας να φανταστεί…!

Στο δρόμο της επιστροφής περνούσαν από μπροστά μου σαν σε κινηματογραφική ταινία αυτά που περάσαμε. Τίποτε δεν προμήνυε στην αρχή της μέρας, την περιπέτεια που βιώσαμε!