Ηροδότου Ιστορίες: Η…Εύθυμη χήρα!

Ο Θανάσης ζούσε ευτυχισμένα με την Κούλα σ’ ένα χωριό των Σερρών και αν καμμιά φορά φτάνανε στ’ αυτιά του ψίθυροι πως η γυναίκα του κουνούσε λίγο την … ουρά της, δεν έδινε σημασία. Η αλήθεια είναι ότι η Κούλα ήταν εμφανίσιμη μα και  λιγάκι… σουρλουλού και γι’ αυτό οι άνδρες του χωριού την γλυκοκοίταζαν, παντρεμένοι και μη! Αρρώστησε όμως ο Θανάσης και παρόλον που οι γιατροί έκαναν ότι μπορούσαν, πέθανε νεότατος αφήνοντας αυτόν τον μάταιο κόσμο μα και την όμορφη γυναίκα του μόνη, αφού παιδιά δεν πρόλαβε να κάμει. Τριάντα δύο χρονών η Κούλα φόρεσε τα μαύρα για την κηδεία και οδήγησε στο κοιμητήριο τον άνδρα της στην τελευταία του κατοικία. Όλο το χωριό έτρεξε να συλλυπηθεί και να πάρει τον καφέ της παρηγοριάς στο σπίτι της Κούλας…

Σιγά, σιγά οι χωριανοί αραίωναν μα ωστόσο μόνο οι γυναίκες έφευγαν, μια και οι άνδρες συνέχιζαν να κάθονται στο τραπέζι, που εκτός από καφέ είχε και κονιάκ και κουλουράκια. Στην θύμηση του μακαρίτη, η Κούλα έριχνε μαύρα δάκρυα και ήθελε πολλές παρηγοριές πραγματικά για να… συνέλθει! Το…”ήταν καλός ο μακαρίτης”, ακούστηκε χίλιες φορές και όλοι είχαν να πουν κάτι από τον αδαμάντινο χαρακτήρα του, το χουβαρτανλίκι και την… έξω καρδιά του! Η ώρα περνούσε μα ο… καφές της παρηγοριάς δεν έλεγε να τελειώσει… Η Κούλα όλο και φόρτωνε το τραπέζι και να κι άλλο κονιάκ και να και τις ελίτσες και, και, και…

Και πόσο του άρεσε το… κοκκινέλι του μακαρίτη ! Άνοιξαν αμέσως οι νταμιντζάνες με το κοκκινέλι, στην υγειά του μακαρίτη! Και πως του αρέσανε του μακαρίτη τα λουκάνικα! Και να και λουκάνικα στο τραπέζι… Και πως του αρέσανε και τα παϊδάκια…, να και κάρβουνα αναμμένα, να και παϊδάκια και μπριζόλες και κοντοσούβλι! Τυριά μπόλικα  στο τραπέζι, σαλάτες και τζατζίκι, παστά και φρέσκα  και τι χορευταράς που ήταν ο μακαρίτης ο Θανάσης! Δεν άργησε και το πικ-άπ να παίξει, τι τσιφτετέλια, τι αραπιέδες και ζεϊμπέκικα και όλα αυτά για τον μακαρίτη που ήταν… καλός μα άφησε μόνη κι… απροστάτευτη την Κούλα! Οι… μνηστήρες της Κούλας χόρεψαν και τραγούδησαν, έφαγαν του σκασμού και το γλέντι που γινότανε δεν είχε τελειωμό! Η… εύθυμη χήρα ήπιε και μέθυσε, μα άρχισε κιόλας να ξεχνά τον μακαρίτη που  βρισκόταν ανάσκελα με ένα μέτρο φρέσκο ακόμα χώμα από πάνω του!

“Σήκω χόρεψε κουκλί μου, να σε ‘δω να σε χαρώ…” έπαιζε την στιγμή εκείνη το πικ-άπ και η χήρα δεν άντεξε να μην τιμήσει και αυτή τον μακαρίτη με τον χορό της! Τότε είναι που εισέβαλαν οι γυναίκες του χωριού μέσα στο σπίτι της Κούλας, αφού μάταια περίμεναν τους άνδρες τους να γυρίσουν κι η ώρα είχε πάει δώδεκα τα μεσάνυκτα! Ο αφηγητής της ιστορίας, αυτόπτης και αυτήκοος μάρτυρας του γεγονότος, αξιωματικός της χωροφυλακής στο χωριό εκείνο των Σερρών κλήθηκε να επιβάλει την… τάξη! Και τι να δει! Τους  άνδρες μεθυσμένους  να δέρνονται από τις γυναίκες τους, τις  καρέκλες να σπάνε, τα έπιπλα να αναποδογυρίζονται και το πικ-άπ να παίζει στη διαπασών…

Δεν συνέλαβαν καμμιά γυναίκα εκείνο το βράδυ, εκτός από την Κούλα! Που την οδήγησαν στα κρατητήρια της χωροφυλακής για διατάραξη της κοινής ησυχίας! Την άλλη μέρα το πρωί, στρατός ο ανδρικός πληθυσμός έξω από τον σταθμό της χωροφυλακής για την στήριξη της… εύθυμης χήρας!

Την πραγματική αυτή ιστορία μας την έλεγε συχνά ο πεθερός μου (που ήταν ο αξιωματικός υπηρεσίας χωροφυλακής εκείνο το βράδυ), που δεν είναι πλέον στη ζωή. Και κάθε φορά που την άκουγα, την έβρισκα πάντα αστεία και διασκεδαστική. Πραγματική ιστορία μιας κηδείας για… γέλια!

Γάμος άκλαυτος και κηδεία αγέλαστη, είναι αλήθεια πως, δεν υπάρχει!