Ηροδότου Ιστορίες: Πρώτη φορά… καραντίνα!

«Όταν άνοιξα την κουρτίνα στο παράθυρο του υπνοδωματίου που έβλεπε στον βορρά, μου φάνηκε πως εκείνη την στιγμή γινόταν η συντέλεια του κόσμου»!

Ήταν 14 Απριλίου του 1986, η ώρα 2 το πρωί. Άρχιζε ο βομβαρδισμός της Τρίπολης…!

Το προηγούμενο απόγευμα, με την γυναίκα μου πήγαμε στο πλησιέστερο χωριό γιατί ήθελε επειγόντως γιατρό. Σε εκείνα τα άθλια όπως τα θυμούμαι εξωτερικά ιατρεία, επικρατούσαν συνθήκες διάλυσης. Περιμέναμε πολλές ώρες μέχρι να βρεθεί γιατρός, περιφερόμουν από δωμάτιο σε δωμάτιο, όλα άδεια, εγκατάλειψη παντού, κανένας γιατρός, μερικά άλλα άτομα ρωτούσαν σαν κι εμένα για γιατρό, περιμέναμε όμως και αργά, πολύ αργά το απόγευμα, βρέθηκε μια κυρία γιατρός από την Αίγυπτο και εξέτασε την γυναίκα μου. Η διάγνωση έγινε, μάλλον ήταν σωστή αλλά χρειαζόμασταν φάρμακα. Που δεν υπήρχαν!

Στην επιστροφή προς το σπίτι, σκεφτόμουν πως έπρεπε να βρεθεί μια μέθοδος για άμεση αναχώρηση της γυναίκας μου και του παιδιού. Η Ολυμπιακές Αερογραμμές εκτελούσαν ακόμα πτήσεις, μα εκείνη η περιρρέουσα ατμόσφαιρα, η υποψία πως κάτι θα συνέβαινε σύντομα δεν μας άφηναν διεξόδους ευελιξίας και χρόνο να σκεφτούμε τι ήταν σωστό να κάνουμε. Η γυναίκα μου ολοένα και παραπονιόταν πως δεν αισθανόταν καλά…

Τα στρατιωτικά αυτοκίνητα που είδαμε στη διαδρομή, στρατιώτες να υψώνουν τα όπλα τους καθισμένοι στα οχήματα μεταφοράς, οι ζητωκραυγές και οι πολεμικές ιαχές, καθόλου δεν με παραξένεψαν εκείνη την μέρα. Ήταν εξ άλλου μέρος της καθημερινότητας μας. Για τα λίγα χιλιόμετρα που έπρεπε να διανύσω με το αυτοκίνητο δεν είχα όρεξη ούτε ραδιόφωνο να ανοίξω. Φτάσαμε στο σπίτι. Η ιατρική φροντίδα δόθηκε από εμένα, βασισμένος σε αυτά που μου είπε η γιατρός. Μαζί και η φροντίδα προς το παιδί. Η γυναίκα μου ξάπλωσε και κοιμήθηκε, καλό το σημάδι, εγώ έπαιζα με το μωρό.

Είχαμε βάλει στο βίντεο μια παιδική κασέτα, ακόμα την θυμούμαι, είχα μάθει απ’ έξω κι ανακατωτά όλο το σενάριο, το μωρό φαινόταν ευχαριστημένο, ήπιε το γάλα του και κοιμήθηκε και αυτό. Δίπλα από την μαμά της. Εγώ δεν είχα ύπνο εκείνο το βράδυ, ήταν η ώρα 10 σε μια νύκτα παράξενη, κοίταξα έξω και βγήκα από την πόρτα. Οι γείτονες μου είχαν όλοι κοιμηθεί. Σκεφτόμουν ότι μάλλον η κατάσταση ήταν επικίνδυνη αλλά πού να ξέρεις! Πολιτικά και στρατιωτικά… ομιλούντες!

Είχα περίπου κοιμηθεί δύο ώρες, όταν ξαφνικά δυνατές εκρήξεις συντάραξαν το σύμπαν! Αεροπλάνα πετούσαν χαμηλά από πάνω μας και ο χαλασμός Κυρίου που συνήθως λέμε, αλλά δεν φανταζόμαστε τι πραγματικά είναι, έμεινε στην μνήμη μας!

«Όταν άνοιξα την κουρτίνα στο παράθυρο του υπνοδωματίου που έβλεπε στον βορρά, μου φάνηκε πως εκείνη την στιγμή γινόταν η συντέλεια του κόσμου! Ο ουρανός είχε γίνει ένα με την γη, ένα κόκκινο χρώμα που άρχιζε από το ζενίθ και κατέληγε στο ναδίρ βλέποντας την φωτιά που κατέβαινε από όλα τα σημεία μαζί με εκκωφαντικές εκρήξεις, γύρω-γύρω και παντού».

Η κόρη μου ήταν τριών και κάτι χρόνων και με κλάματα κρύφτηκε στην αγκαλιά της μαμάς της. Έπρεπε να βγω έξω. Δεν υπήρχε άλλη επιλογή.

Αρκετές ήταν οι οικογένειες που μέναμε στον «κάμπο» της Εταιρείας μας, στο Σουάννι της Τρίπολης, στη Λιβύη.  Τα φώτα άναψαν σε όλα τα μικρά μας προκατασκευασμένα σπίτια, κλάματα και φωνές από παντού, όμως έπρεπε να δούμε τα πράγματα με ψυχραιμία. Εκείνη την στιγμή προείχε η ασφάλεια και η υγεία όλων μας. Υπήρχαν και τα παιδιά. Αυτά κι αν είχαν απαραιτήτως ανάγκη προστασίας.

Σβήσαμε τα φώτα, έπρεπε να γίνει συσκότιση και η αναγνώριση μεταξύ μας γινόταν ηχητικά. Ευτυχώς που φανήκαμε ψύχραιμοι. Ευτυχώς που όλοι είχαμε γίνει ΈΝΑ. Κι ακόμα ευτυχώς που πήραμε τα γεγονότα και λίγο ελαφρά, παρόλο που κινδυνεύαμε πολύ, πάρα πολύ! Είχαμε δε και αστείες ιστορίες μεταξύ μας, αλλά αυτό είναι θέμα άλλης ιστορίας του Ηρόδοτου!

Δεν θέλω να αναφέρω ονόματα όσων μαζί όλοι περάσαμε εκείνη την καταιγίδα. Δεν επιτρέπεται. Παρόλο που ξέρω πως, θα διαβάσουν την αληθινή αυτή ιστορία του Ηρόδοτου. Παρόλο ακόμα που ξέρω πως δεν θα είχαν καμιά ένσταση να αναφερθούν τα ονόματα τους. Όλοι, είχαμε αναλάβει να παίξουμε κάποιο ρόλο για ψυχολογική κυρίως υποστήριξη, των γυναικόπαιδων αλλά και όλων των εργαζομένων εκείνη την περίοδο στην Εταιρεία. Μέσα επιβίωσης, φαγητό, φάρμακα και γιατροί. Όλα τα υπόλοιπα ήταν δευτερεύουσας σημασίας.

Εκείνη η καταιγίδα όμως, άφησε σε όλους μας και κάτι που ενδόμυχα ακόμα και σήμερα, μετά από 34 χρόνια κυριαρχεί, με την σκέψη σε όλους εκείνους που “περιέργως” χάθηκαν μετά από λίγο καιρό, νεότατοι χωρίς άλλα προβλήματα και ταξίδεψαν για τις γειτονιές των αγγέλων. Ακόμα και σήμερα που φέρνω στη σκέψη μου, τους παλιούς φίλους και συνάδελφους, άλλοι εδώ κι άλλοι εκεί, να κρατά ο ένας συντροφιά στον άλλο, με μια λέξη παρηγοριάς και αισιοδοξίας, κάποτε σε μια ξένη χώρα, σε ένα άλλο τόπο, μαζεμένοι εκεί για ένα καλύτερο αύριο! Τα καταφέραμε, μείναμε σε καραντίνα μέχρι τον Ιούνιο, νομίζω 74 ημέρες, μέχρι να φύγουν οι γυναίκες και τα παιδιά για την Αθήνα.

Τα χέρια όμως σχημάτισαν μια ασπίδα κι έναν ιστό, που νομίζω πως όσα χρόνια και να περάσουν θα μείνει ανέπαφος. Και φτάνει μέχρι και την καρδιά.

Η Ιστορία μου είναι πραγματική. Σήμερα που είναι όλος ο κόσμος σε καραντίνα, διαβάστε την και αν θέλετε προωθείστε την, γιατί έχει διπλή σημασία. Αφ’ ενός για να κρατήσουμε την ψυχραιμία μας και αφ’ ετέρου για να μείνουμε ενωμένοι. Ιδίως το δεύτερο.

Ηρόδοτος Χρυσάνθου