Φωτογραφία ημερομηνίας 17 Μαΐου 2005

Ο τοίχος με την εικονογραφημένη παράσταση και το ποίημα του Władysław Broniewski

Φωτογραφία ημερομηνίας 17 Μαΐου 2005

Το ένα από τα τέσσερα κτίρια με τον πύργο

Ηροδότου Ιστορίες: Πάμε να φύγουμε!

Ψιλόβρεχε εκείνη την ημέρα. Από τα χαράματα όταν σηκώθηκα από το κρεββάτι του ξενοδοχείου που έμενα, στο Κατοβίτσε, η μέρα φαινότανε πως θα ήταν μουντή, βροχερή, ανήλια και δύσκολη.

Ήταν Τρίτη, 17 Μαΐου του 2005.  Περίπου 25 χιλιόμετρα μακριά ήταν το Γκλιβίτσε, εδώ που θα ξεκινούσαμε ένα νέο έργο, την «Ανακατασκευή, Αναπαλαίωση και Ανακαίνιση των Κτιρίων πρώην βιομηχανικής περιοχής Νέον Γκλιβίτσε». Σε ένα παλιό ανθρακωρυχείο, που η λειτουργία του είχε σταματήσει λίγα χρόνια πριν. Ο τόπος άγνωστος, δεν είχα σκεφθεί ότι θα πήγαινα ποτέ στην Πολωνία, ούτε ως τουρίστας. Πολλοί οι ενδοιασμοί,  αρκετές οι αμφιβολίες του εγχειρήματος μα η δουλειά έπρεπε να γίνει. Η πρώτη επίσκεψη στο εργοτάξιο, να δούμε που είναι, πως πάνε εκεί, τι υπάρχει εκεί και να ετοιμαστούμε. Σε δυο μέρες θα πέσουν οι υπογραφές στο Δημαρχείο του Γκλιβίτσε…

Δεν είχα δει ποτέ ανθρακωρυχείο. Πάντα άκουγα για ανθρακωρύχους, για μια εργασία που κάπου εκτελείται, κάποιοι την κάνουν, για πολλούς που έχαναν την ζωή τους στα έγκατα της γης για το μεροκάματο, έτσι είχα μεγάλη περιέργεια για το τι θα συναντούσα. Γράφω για μένα σε προσωπικό επίπεδο γιατί δεν γνώριζα για τους άλλους συνάδελφους κατά πόσον ήξεραν τι θα βλέπαμε. Πέντε άτομα είχαμε πάει και απ’ ότι θυμούμαι πρώτη φορά πηγαίναμε όλοι!

Χαθήκαμε λίγο στον δρόμο, όμως φτάσαμε στην πόλη του Γκλιβίτσε, δεν γράφω σήμερα τίποτε γι’ αυτήν την πόλη, δεν είναι θέμα της παρούσης Ιστορίας του Ηρόδοτου. Το μόνο που θα γράψω είναι για την ατμόσφαιρα. Μουντή και γκρίζα, βροχερή και θλιμμένη…! Ήταν όμως η πρώτη εντύπωση.

Από μακριά, φάνηκαν κάποια καρβουνοσκεπασμένα κτίρια. Λες να είναι αυτά; Μπάαα! Σχεδόν διαλυμένα, ερειπωμένα, αραχνιασμένα, αποκρουστικά στην εμφάνιση, μα μεγαλειώδη και σίγουρα εντυπωσιακά όταν ήταν καινούργια! Αλλά ναι, ήταν εδώ το εργοτάξιο! Φρίκη.

Κατέβηκαν οι άλλοι από το αυτοκίνητο. Εγώ δεν κατέβηκα. Κοίταζαν αυτοί απ’ έξω κι εγώ από μέσα τα κτίρια που ήθελαν… το φιλί της ζωής, μα νομίζω πως ήταν αργά, ήταν κιόλας νεκρά!

Φορούσα κοστούμι γκρίζο εκείνη την ημέρα, ασορτί με την ατμόσφαιρα, με τον καιρό, τον ουρανό και την ψυχολογική μου κατάσταση. Κατά βάθος, καθ’ ύψος και κατά πλάτος, όλα ήταν στο μείον! Τι γίνεται τώρα;

Κατεβαίνοντας από το αυτοκίνητο, στάθηκα για δυο τρία λεπτά ακίνητος. Κοίταζα τα κτίρια μα ένα κρύο αεράκι, αναμεμειγμένο με ομίχλη και βροχή, βούιξε στα αυτιά μου σαν μια ταινία θρίλερ που δεν μου αρέσει και ασυναίσθητα έκρυψα το πρόσωπο, δεν ήθελα να βλέπω. Μα θα κάνουμε δουλειά εδώ; Θεέ και κύριε!

Είδα τα κτίρια από κάποια απόσταση. Έργο Γερμανών του 1907, εντυπωσιακό και φοβητσιάρικο!

  • “Ρε παιδιά, εδώ πρέπει να δουλέψουμε και σκληρά μάλιστα!”, φώναξα με σπαστή φωνή στους υπόλοιπους.

Γύρισαν όλοι και με είδαν. Κούνησαν το κεφάλι τους. Κατάλαβα, το παιχνίδι ήταν δικό μου. Αυτοί σε δυο μέρες θα έφευγαν, εγώ θα έμενα εκεί. Το συνειδητοποίησα, ακριβώς εκείνη την στιγμή.

Ευτυχώς τράβηξα φωτογραφίες. Εκείνης της ημέρας. Τις έχω και τις βλέπω, κυρίως όταν συχνά τα βρίσκω σκούρα, όταν με πιάνουν μαύρες σκέψεις για πολλά και διάφορα, όταν με κυριεύει μελαγχολία που ακούω τι νέο πρόβλημα εμφανίζεται όχι μόνο σε μένα αλλά και για όλους μας.

Τέσσερα σε αριθμό τα κατάμαυρα θεόρατα κτίρια του ανθρακωρυχείου και γύρω από αυτά 162 στρέμματα γης περίμεναν εμάς. Να τα μεταλλάξουμε. Σε δυο μέρες αρχίζαμε δουλειά. Μπήκαμε μέσα, οι μαύρες σκέψεις δυνάμωναν, τι εγχείρημα ήταν αυτό! Ένας πεθαμένος έπρεπε να αναστηθεί. Γίνονται θαύματα σήμερα; Δεν ξέρω, θα το δούμε στη συνέχεια.

Ένα από τα τέσσερα Κτίρια μου φάνηκε πιο εντυπωσιακό. Ένας πύργος υψωνόταν στο κέντρο της κεραμοσκεπής του κι ένα σταματημένο μισοδιαλυμένο ρολόϊ , στην κορυφή έδειχνε πιθανόν την ώρα του θανάτου του. Η πόρτα ήταν κλειστή με μια αλυσίδα σκουριασμένη, αλλά δεν θα ήταν δύσκολη υπόθεση να μπούμε μέσα. Μπήκαμε. Σφύριζαν τα πάντα, σπασμένα τα παράθυρα, τα τζάμια, κτυπιόντουσαν μεταξύ τους οι λαμαρίνες, τα σίδερα και τα κρεμάμενα φωτιστικά, από το ρεύμα του αέρα. Ακριβώς όπως το φαντάστηκα. Ιδανικό μέρος για μια ταινία τρόμου.

Στάθηκα στην είσοδο. Μια παλιά από σφυρήλατο σίδερο σκάλα, με ξύλινα πατήματα μπροστά μου. Γερμανική βαριά αρχιτεκτονική, εντυπωσιακό το κατασκεύασμα, μα τα χρόνια και η χρήση, έκαναν την σκάλα σχεδόν επικίνδυνη. Έτριξε ολόκληρη όταν ανέβαινα!

Ένας τοίχος φάνηκε μπροστά μου. Μια μεγάλη εικονογραφημένη παράσταση, με ένα κείμενο που ήταν στα Πολωνικά. Κάποιος να μας μεταφράσει ρε παιδιά! Προς το παρόν ας τραβήξω μια φωτογραφία, να την έχω. Αυτή που έχω αναρτήσει στην κορυφή επάνω. Έγραφε:

Ζiemia jest twarda, twardsza niz ręce,

gwałtem bogactwa trzeba jej wydrzeć,

w trudzie i znoju, w trudzie i w męce,

ręka na młocie, wspartą i świdrze.

Μετάφραση:

Το έδαφος είναι σκληρό, σκληρότερο από τα χέρια.

Πρέπει να παλέψετε για να φτάσετε στην καρδιά του και να κλέψετε τον πλούτο του.

Στον ιδρώτα και στον πόνο, σε μια αδιάκοπη μάχη,

το χέρι σας να είναι οπλισμένο με το σφυρί και το τρυπάνι.

Ποίημα ήταν, κάποιου Πολωνού ποιητή (του Władysław Broniewski)  και ευθύς όταν πολύ αργότερα μου το μετέφρασαν, πέρασαν μπροστά στα μάτια μου εικόνες μια εποχής που δεν είχα δει ποτέ μου, τους ανθρακωρύχους να κατεβαίνουν από το τραίνο, να μπαίνουν στα κτίρια και να τους κατεβάζουν στην καρδιά της γης, τον ιδρώτα να τρέχει στα καρβουνιασμένα τους ρούχα, να ζυμώνεται με την μαύρη άχνη, να σχηματίζονται πρόσωπα παράξενα, που έκρυβαν το βάσανο μα φανέρωναν την ελπίδα για την ζωή. Την δική τους και της οικογένειας τους. Που τους περίμενε, ζωντανούς να βγουν επάνω για την επόμενη μέρα. Και τα γράφω αυτά σήμερα αφού πέρασαν 15 χρόνια από εκείνη την ημέρα, γιατί σήμερα το ξαναθυμήθηκα, σήμερα που η ζωή είναι δύσκολη. Παντού και πάντοτε ήταν δύσκολη.

Στο τέλος άφησα τρεις φωτογραφίες. Το ίδιο σημείο σήμερα, μετά την ανακατασκευή και το κτίριο από μακριά. Ο νεκρός είχε αναστηθεί! 

Ο Τοίχος με την εικονογραφημένη παράσταση δεν υπάρχει πλέον! Στον χώρο δεσπόζει ένας πανοραμικός ανελκυστήρας

Η είσοδος με την σκάλα, την ημέρα της ολοκλήρωσης ανακατασκευής, αναπαλαίωσης και ανακαίνισης

Πανοραμική φωτογραφία του Έργου, όπως ήταν την ημέρα της ολοκλήρωσης των εργασιών

Να πιστεύετε στα θαύματα! Εάν πάτε στην Πολωνία, πηγαίνετε και στο Γκλιβίτσε (Gliwice). Στην οδό Bojikowska αρ. 37, θα δείτε ένα πανέμορφο πάρκο, με τέσσερα επιβλητικά κτίρια που τα έκτισαν το 1907 Γερμανοί, που τα ξαναζωντάνεψαν μετά από πολύ μόχθο, μια παρέα Ελλήνων και Πολωνών Μηχανικών και τεχνιτών, που σεβάστηκαν με τις γνώσεις τους την ιστορία και την παράδοση στην επαρχία της Σιλεσίας, ανοικτό μέρος για όλο τον κόσμο, που σήμερα είναι Πανεπιστημιακός και εκπαιδευτικός αφ’ ενός χώρος και αφ’ ετέρου στεγάζει εταιρείες με επιχειρηματική δραστηριότητα.

Εκείνη την βροχερή Τρίτη του Μαΐου του 2005, την ξαναβλέπω σήμερα μπροστά μου και ακούω τα σφυρίγματα του αέρα που τρύπωνε και ξετρύπωνε από τα σπασμένα ανοίγματα των κτιρίων, που μου πάγωνε τα αυτιά, λες και θέλω να ξαναζήσω και να ξανακούσω μια φωνή, όταν μέσα σε κάποιο από τα τέσσερα Κτίρια, αυτό με τον πύργο, ένας από τους συναδέλφους απογοητευμένος για την κατάσταση που βλέπαμε και θα παραλαμβάναμε, μου φώναξε:

  • “Ηρόδοτε, πάμε να φύγουμε!”

Δεν φύγαμε. Ευτυχώς, για να έχετε να διαβάζετε αυτή την αληθινή Ιστορία.

Θα ακολουθήσουν και άλλες Ιστορίες της περιόδου εκείνης, σιγά – σιγά!

 

Ηρόδοτος Χρυσάνθου