Ηροδότου αληθινές Ιστορίες: Ιστορία αγάπης!

Είναι φως φανάρι! Κάπου θα είναι γραμμένο. Από την πρώτη στιγμή που βγαίνουμε από την κοιλιά της μάνας μας. Το τι επιφυλάσσει η μοίρα για τον καθένα μας είναι άγνωστο. Αλλά στο τέλος αυτά που πρέπει να μένουν, μακάρι να είναι πάντα η χαρά και η ευτυχία!

Η αληθινή ιστορία του Ηρόδοτου επιβεβαιώνει αυτό που έγραψα πιο πάνω. Είμαστε στις αρχές του εικοστού αιώνα στο Καρλόβασι της Σάμου. Ο έρωτας της όμορφης ομολογουμένως Παγώνας ήταν δυνατός για τον άντρα που ήθελε, με αυτόν οπωσδήποτε, να ανέβει τα σκαλοπάτια της εκκλησίας και μπροστά στον παπά, στον κουμπάρο και τους πολλούς καλεσμένους τους να βάλει το στεφάνι!

Έτοιμα ήταν όλα. Το ωραίο λευκό νυφικό της Παγώνας, τα προικιά του σπιτιού, η ταβέρνα για το γαμήλιο γλέντι, οι καλεσμένοι, τα στέφανα, οι χρυσές βέρες και τα σχετικά κουφέτα, όλα ετοιμάστηκαν με φροντίδα και αγάπη. Και από την μεριά του γαμπρού αλλά και από την μεριά της νύφης. Ο όρκος αγάπης είχε πολλές φορές δοθεί, από τον γαμπρό και τη νύφη, στα μισοσκόταδα της γειτονιάς τους, κάτω από φωτεινά φεγγάρια, δίπλα από ανθισμένες τριανταφυλλιές, στο ρομαντικό ψιλόβροχο, στον άνεμο και στην απανεμιά! Ευτυχία απερίγραπτη.

Κυριακή πρωḯ, Ιούνιο μήνα, οι καλεσμένοι είχαν αρχίσει από όλα τα σημεία της Σάμου να μαζεύονται στο Καρλόβασι. Ο έρωτας των δύο είχε γίνει γνωστός πλέον και όλοι ήθελαν να τους δουν μπροστά στον παπά να δίνουν όρκο αιώνιας πίστης και αφοσίωσης, όρκο δηλαδή μπροστά στον Θεό!

Η πομπή από συγγενείς και φίλους άρχισε να κινείται από το πατρικό σπίτι της Παγώνας με προορισμό την εκκλησία. Ήταν όλοι χαρούμενοι, γιατί να μην ήταν; Δύο νέοι άνθρωποι θα ένωναν τις ζωές τους και τα όνειρα και των δύο τους θα γινόντουσαν ένα.

Είχαν φτάσει πολύ κοντά, η εκκλησία φαινόταν ήδη, οι καμπάνες κτυπούσαν χαρμόσυνα, αρκετός κόσμος και εκεί, μα κάπου διέκριναν όλοι μια ανησυχία, σαν κάτι να συνέβαινε. Για να δούμε…

Ο γαμπρός, στα όνειρα και στην φαντασία της νύφης, θα την περίμενε χαρούμενος και ανυπόμονος, με μια μεγάλη ανθοδέσμη, φρεσκοξυρισμένος και αρωματισμένος με τα καλά του ρούχα, να την παραλάβει από τον πατέρα της. Και μετά… «Ησαΐα χόρευε»! Αλλά στην είσοδο της εκκλησίας γαμπρός δεν υπήρχε! Μόνον συγγενείς, φίλοι και γνωστοί που συζητούσαν, τι να συζητούσαν ποτέ δεν μαθεύτηκε. Μα το βέβαιο ήταν πως, ο γαμπρός δεν περίμενε την νύφη. Δεν πήγε εκεί. Κάποιος έτρεξε στον πατέρα της νύφης. Το και το, του είπε! Μην τον είδατε ας πούμε τον… Παναή;

Αμηχανία, σκεπτικισμός και λύπη, κλάμα η Παγώνα, σχεδόν κατέρρευσε! Ο παπάς ενημερώθηκε, οι ψαλτάδες έκλεισαν τα ψαλτήρια, οι καμπάνες σταμάτησαν, τι άλλο έπρεπε να κάμουν; Ήταν απλό. Ο γαμπρός το ξανασκέφτηκε και δεν μπήκε στον κόπο να πληροφορήσει την Παγώνα, πως άφηνε τον γάμο και πήγαινε για πουρνάρια!

Κρατούσαν την καημένη την Παγώνα οι φίλες της, δάκρυα η Παγώνα, νεύρα οι γονείς της, οι φίλοι και γνωστοί δεν ήξεραν τι να πουν και τι να υποθέσουν, ώσπου στον χαμό επάνω, εμφανίστηκε όπως πάντα συμβαίνει ο «από μηχανής Θεός»! Που δίνει την λύση, όπως στις αρχαίες τραγωδίες στο δράμα.

  • «Παγώνα, εγώ πάντα σε αγαπούσα, ήμουν ερωτευμένος μαζί σου, μα δεν σου το είπα ποτέ! Γι’ αυτό σου ζητώ τώρα, αφού ο… Παναής έγινε καπνός, να με πάρεις εμένα για άντρα σου!». Δυνατή η φωνή, απλώθηκε στον περίβολο της εκκλησίας. Ήταν ο Νώντας, ο παρ’ ολίγον… κουμπάρος, που κρατούσε κιόλας τις χρυσές βέρες στην τσέπη του.
  • «Μετά χαράς, φώναξε η Παγώνα!». Όλοι ξέσπασαν σε χειροκροτήματα και οι καμπάνες ξανάρχισαν να κτυπούν πιο δυνατά αυτή τη φορά.

Ήταν τόση η χαρά και η ανακούφιση όλων στην εκκλησία, αφού ο παπάς δεν άφησε ψαλμωδία και ευχή αδιάβαστη, οι ψάλτες θυμήθηκαν τις χορωδιακές τους δεξιότητες και έβγαλαν ότι καλύτερο από τις φωνητικές τους χορδές, ο καντηλανάφτης άναψε ότι κερί και όποια λαμπάδα υπήρχε, ένα μυστήριο που κράτησε ενενήντα έξι λεπτά! Δεν ήθελε κανένας να τελειώσει!

Το γλέντι μετά τον γάμο, κράτησε τρεις μέρες. Ο Νώντας φαινόταν τόσο ευτυχισμένος δίπλα από την Παγώνα και η Παγώνα άλλο τόσο δίπλα από τον Νώντα που αυτή η ευτυχία ήταν θέμα συζήτησης στο νησί για πολύ καιρό! Ποτέ δεν έμαθε η νύφη τι απέγινε ο «Παναής». Πολλές μαρτυρίες ανέφεραν πως την προηγούμενη του γάμου μέρα πήρε το καΐκι και έφυγε για άγνωστο προορισμό.

Την  αληθινή αυτή ιστορία αγάπης,  την άκουσα πολλές φορές από τον Σαμιώτη, μακαρίτη πλέον, πεθερό μου και ήθελα να την αποτυπώσω στο χαρτί γιατί εκατό τοις εκατό επιβεβαιώνεται το ρητόν των αρχαίων ημών προγόνων διδασκόντων… «πεπρωμένον φυγείν αδύνατον»! Η Παγώνα ήταν η αγαπημένη του θεία. Που έζησε ευτυχισμένη με τον Νώντα της μέχρι τα βαθιά γεράματα. Μέσα σε ατμόσφαιρα αγάπης και αλληλοσεβασμού. Είχε όμως διαγράψει από το μυαλό της τον «Παναή» πολύ γρήγορα. Από την στιγμή που έβαλε το στεφάνι στο κεφάλι της. Ευτυχώς!

Ηρόδοτος Χρυσάνθου