Ηροδότου αληθινές Ιστορίες: Γιατί ρε γαμώτο;

«Ένα πακέτο τσιγάρα έπεσε από την τσέπη του. Κάποιος το πήρε, το άνοιξε και μου το έδειξε. Με ένα παρατεταμένο κούνημα του κεφαλιού μου πάνω – κάτω, άρχισα να βρίζω Θεούς και δαίμονες, όταν διαπίστωσα πως έλειπε ένα τσιγάρο και είναι και αυτό μαζί με τόσα άλλα που με κάνουν μέχρι σήμερα να ρωτώ, γιατί ρε γαμώτο;».

Χρόνια τώρα πασχίζω να γράψω αυτήν την θλιβερή αληθινή ιστορία.

Εκείνο το πρωινό της 16ης Ιουλίου του 1974, οι ομιλίες που ακούγαμε έξω από το σπίτι, ήταν ο λόγος που δεν μπορούσαμε να μείνουμε στο κρεββάτι. Ώρα τρεισήμισι το πρωί. Η αγωνία στο κατακόρυφο. Ποιοι είχαν στρατοπεδεύσει στην αυλή; Σηκώθηκα, γύρισα με προσοχή τα φύλλα του μπροστινού περσιδωτού παραθύρου μήπως και σχηματίσω εικόνα. Δεν ήταν δύσκολο να καταλάβω. Αν και σκοτάδι πήρα χαμπάρι περί τίνων επρόκειτο.

Σε ένα δωμάτιο, είχαμε κοιμηθεί πέντε άτομα. Η απαγόρευση της κυκλοφορίας της 15ης Ιουλίου δεν επέτρεψε στην οικογένεια της αδελφής μου να φύγει για το σπίτι τους στη Λεμεσό. Αυτή, ο άντρας της και το κοριτσάκι τους που ήταν ούτε δύο χρονών. Μαζί τους εγώ και ο αδελφός μου. Βολευτήκαμε.

Οι γονείς μου ήταν σε άλλο δωμάτιο. Μας φώναξαν. Ψυχραιμία, να δούμε τι θα γίνει. Ώρα τέσσερις το πρωί.

Οι ομιλίες από έξω ήταν έντονες. Ανακατωμένες οι κουβέντες που ακούγαμε με ήχους μεταλλικούς που έβγαιναν από κτυπήματα όπλων στο τσιμεντένιο δάπεδο της αυλής. Ήμουν πολύ έμπειρος σε οπλικά θέματα. Μήπως όμως ονειρεύομαι;  Για να δούμε…

Κτύπησαν την πόρτα της εισόδου. Την ξύλινη πόρτα με το μεταλλικό ρόπτρον. Τι ήθελαν;

Ο πατέρας μου άνοιξε. Η συνομιλία που ακούστηκε δεν μαρτυρούσε πως θα ήταν οιωνός δυσάρεστης κατάληξης.

  • «Να ανοίξετε το μπακάλικο, να μας δώσετε τσιγάρα». Ήταν απαιτητικός ο τόνος του. Το μπακάλικο του πατέρα μου όμως ήταν ήδη άδειο. Ήταν τόσο μεγάλη η ζήτηση για προμήθειες τροφίμων από τον κόσμο, που τα περισσότερα είχαν εξαντληθεί την προηγούμενη μέρα. Ειδικά τα τσιγάρα πολύ γρήγορα είχαν γίνει… καπνός.
  • «Δεν υπάρχουν τσιγάρα. Αλλά αν είναι ανάγκη, θα σας δώσω δύο πακέτα, που έφερε ο γιος μου από την Ελλάδα, πριν μερικές μέρες». Ο πατέρας μου έλεγε την αλήθεια. Μου φώναξε.
  • «Να τους δώσουμε δύο πακέτα. Δεν γίνεται αλλιώς». Η κούτα με τα δέκα πακέτα Benson & Hedges άνοιξε. Του έδωσα δύο.

Κάθισα στην άκρη του κρεββατιού. Σκεφτόμουν πολλά. Μέχρι που αποφασιστικά πήγα στον ηλιακό του σπιτιού και ξεκρέμασα την φωτογραφία που υπήρχε στον τοίχο. Αυτή που με απεικόνιζε με την στολή του Εφέδρου Αξιωματικού. Την έκρυψα στο ντουλάπι με τα ρούχα. Ποτέ δεν ξέρεις τι γίνεται!

Το πρωινό εκείνο κανένας από τα εφτά άτομα που βρισκόμασταν στο σπίτι δεν μπορούσε να κουβεντιάσει με τα υπόλοιπα. Όλοι είμασταν με τις σκέψεις μας, δεν είχαμε όρεξη για κουβέντα. Κοιταζόμασταν μεταξύ μας και σαν αγάλματα ακίνητοι στις άκρες των κρεββατιών περιμέναμε πως κάτι θα συμβεί. Είμασταν όμως σίγουροι;

Η διπλή δενδροστοιχία της αυλής, κυπαρίσσια και ευκάλυπτοι μπροστά στο σπίτι κατά μήκος του δρόμου, ήταν ένα πολύ πετυχημένο φυσικό προστατευτικό μέτωπο. Για οτιδήποτε θα συνέβαινε. Κυρίως για όλους εκείνους που με τα όπλα περίμεναν τους…, αλλά ποιους;

Απόλυτη πρωινή ησυχία. Εκνευριστική αγωνία. Μόνο κάποιες ακαταλαβίστικες ομιλίες ερχόντουσαν στα αυτιά μας. Τι στο καλό περίμεναν; Η ώρα πήγε πέντε παρά τέταρτο.

Ο θόρυβος των μηχανών αυτοκινήτων όλο και δυνάμωνε. Ήταν προφανώς μια αυτοκινητοπομπή. Ησυχία στη νιοστή δύναμη.

  • «Αλτ τις ει;», έσπασε την απλωμένη ησυχία μια βροντερή φωνή. Καμία απάντηση.
  • «Αλτ τις ει;» ξανακούστηκε. Μια πόρτα αυτοκινήτου άνοιξε. Ακούστηκε καθαρά το κλείσιμό της.
  • «Είμαστε με το νέο καθεστώς!», απάντησε με εξ ίσου δυνατή φωνή κάποιος από την αυτοκινητοπομπή. Πενήντα μέτρα μακριά. Έλεγε την αλήθεια ή μπλόφαρε; Μάλλον το δεύτερο.
  • «Προχώρα στο σύνθημα». Καμία απάντηση.
  • «Επαναλαμβάνω, προχώρα στο σύνθημα». Οι κλαγγές των όπλων, οι ήχοι από άρβυλα που έτρεχαν στην αυλή και η ανησυχία που ακολούθησε μας συντάραξε. Η πρώτη ριπή όπλου. Κρυφτήκαμε όλοι κάτω από τα μεταλλικά κρεββάτια.

Οι ριπές των οπλοπολυβόλων ακόμα αντηχούν στα αυτιά μας. Οι σφαίρες έπεφταν σαν χαλάζι! Τα παράθυρα τρυπούσαν και τα τζάμια έσπαζαν. Θραύσματα παντού. Η αδελφή μου ούρλιαζε, το μωρό έκλαιγε, οι γονείς μας στο διπλανό δωμάτιο μας φώναζαν. Ένας δυνατός κρότος ακούστηκε. Μια τεράστια τρύπα άνοιξε στον μπροστινό τοίχο. Οι πλίνθοι κρατούσαν καλά, αλλά πόσο ακόμα; Ο αδελφός μου έντρομος σηκώθηκε από κάτω σκεπασμένος με χώματα. Ήρθε στο δικό μου μέρος. Το κλάμα ενός αρνιού που ήταν δεμένο στο πίσω μέρος του σπιτιού ήταν κι αυτό ασταμάτητο…

Η πόρτα της εισόδου έπεσε. Και τότε…, εισβολή των αντιμαχόμενων στο σπίτι. Πυροβολισμοί απ’ έξω, χειροβομβίδες έπεφταν και οι μάχες συνέχιζαν σώμα με σώμα μέσα στο σπίτι, δίπλα μας. Τα πάντα είχαν καταστραφεί. Πόρτες και παράθυρα, τζάμια, τραπέζια, έπιπλα, όλα είχαν διαλυθεί. Κανένας από αυτούς δεν σκέφτηκε πως μέσα στο σπίτι υπήρχαν άμαχοι. Σε λίγο σκέφτηκα πως όλοι θα είμαστε νεκροί. Και οι εφτά.

Από το δωμάτιο έβλεπα στα διπλανά δωμάτια να συμβαίνουν πράγματα ανομολόγητα! Το μεγάλο μαύρο ψαλίδι στην ραπτομηχανή – ο πατέρας μου ήταν σε νεαρή ηλικία ράφτης – είχε και αυτό γίνει όπλο. Κάποιος το πήρε και με αυτό έκοβε το στόμα κάποιου άλλου. Είχαν φαίνεται τελειώσει οι σφαίρες… Και εκείνα τα ουρλιαχτά της αδελφής μου, το κλάμα του μωρού, η σκόνη και ο καπνός, η μυρωδιά από το μπαρούτι, οι εκρήξεις, τα βλήματα, τα θραύσματα, η αδυναμία μας να σωθούμε. Στις πέντε και μισή το πρωί.

Ένοπλος μπροστά μας. Μπροστά στην αδελφή μου. Τον έβλεπα με σχισμένα τα χείλη, το αίμα πλημμύριζε τα ρούχα και το σώμα του και κοκκίνιζε το πάτωμα, μια αλλόκοτη μορφή που  εκλιπαρούσε για μεταφορά του στο… νοσοκομείο. Μάλλον τα είχε χαμένα. Ποιος θα τον μετάφερε; Προθυμοποιήθηκε η αδελφή μου. Μα αυτό δεν γινόταν, ήταν ανθρωπίνως αδύνατον.

Μέσα στο δωμάτιο εντόπισε μια πολυθρόνα. Έτρεξε στη γωνία του δωματίου και με ένα βαμβακερό σκέπασμα, σκεπάστηκε. Έμεινε ακίνητος κουλουριασμένος εκεί.

Ακόμα ένας ένοπλος, με οπλοπολυβόλο στα χέρια στο δωμάτιο μπροστά μας. Είχα την δυνατότητα να γνωρίζω από ποια αντιμαχόμενη μεριά ήταν. Από τα άρβυλα και μόνον!

  • «Να εγκαταλείψετε το σπίτι αμέσως! Θα το ανατινάξουμε». Και που να πάμε; Έξω χαλάζι από σφαίρες, μάχες και σκοτωμοί.
  • «Εντάξει, θα φύγουμε!» Στο πίσω μέρος του σπιτιού ένα χωράφι μας χώριζε από το γειτονικό σπίτι. Εκεί να τρέξουμε, αλλά θα προλάβουμε να πάμε ζωντανοί, ή….!

Ο τραυματισμένος ήταν ακίνητος στην πολυθρόνα με το σκέπασμα από πάνω του. Εκείνος βέβαια θα έμενε. Η ανατίναξη του σπιτιού όμως θα ήταν σίγουρα το τέλος αλλά και το δικό του μαζί.

Γυμνοί σχεδόν, τρέξαμε και οι εφτά μέσα στα χωράφια. Ξυπόλυτοι, τα αγκάθια τρυπούσαν τα πόδια μας, όμως δεν μας ένοιαζε αυτό. Να σωθούμε μόνον, μα θα τα καταφέρναμε; Οι γείτονες μας έβλεπαν από τα παράθυρα των σπιτιών τους.

Ένας ζεστός αέρας στριφογύρισε στο αριστερό μου αυτί. Ενώ έτρεχα κάποιος ή κάποιοι με έβαλαν στόχο. Μια σφαίρα πέρασε χιλιοστά από το κεφάλι μου.  Όλοι τρέχαμε, η μάνα μου, ο πατέρας μου, η αδελφή μου με το μωρό στην αγκαλιά. Ο αδελφός μου και ο γαμπρός μου. Πέφταμε κάτω, φωνάζαμε, ουρλιαχτά από παντού και να! Μας άνοιξαν την πόρτα, μπήκαμε μέσα. Μετρηθήκαμε, έλειπε ένας. Ο γαμπρός μου.

Φωνάζαμε όλοι μαζί το όνομά του. Καμία κίνηση, κανένα σημάδι ζωής, ώσπου ένα χέρι υψώθηκε μέσα από μια αυλακιά του χωραφιού. Ήταν αυτός, μα δεν μπορούσε να τρέξει, τον πυροβολούσαν. Για ανεξήγητο λόγο. Έρποντας επί στομάχου έφτασε και αυτός σώος. Καταγδαρμένος…

Οι γείτονές μας, μας περιποιήθηκαν αμέσως. Ακούγαμε όμως συγχρόνως και βλέπαμε από απόσταση τι συνέβαινε γύρω από το σπίτι μας, ώσπου μια δυνατή έκρηξη, ένας  δυνατός κρότος και ένα σύννεφο καπνού σκέπασε την περιοχή. Το είχαν ανατινάξει; Ήταν το τελευταίο πράγμα που μας ενδιέφερε. Είμασταν όμως όλοι ζωντανοί. Εννιά και μισή το πρωί της Τρίτης 16 Ιουλίου 1974.

Ακούστηκε η σειρήνα ασθενοφόρου, ας πάμε να δούμε, τι θα δούμε; Κόσμος φοβισμένος και περίεργος είχε μαζευτεί γύρω από το σπίτι. Άλλοι μέσα κοίταζαν τα καμένα έπιπλα, τα ματωμένα στρώματα, τα τρυπημένα ντουλάπια, τους κοκκινισμένους από το αίμα τοίχους, την τρύπια μπανιέρα, το δάπεδο του σπιτιού πνιγμένο στο αίμα. Και έξω, όλοι αμίλητοι, δεν έβγαζαν μιλιά, αποσβολωμένοι από το θέαμα, για όλα αυτά που προηγήθηκαν και πιθανόν και για όλα αυτά που πιθανολογούσαν πως θα ακολουθήσουν.

Το ασθενοφόρο ήταν σταματημένο στην άκρη του δρόμου. Δυο τραυματιοφορείς κρατούσαν ήδη ένα άψυχο σώμα και το μετέφεραν στο αυτοκίνητο. Υπήρχαν και άλλοι νεκροί, δεν τους είδα.

«Ένα πακέτο τσιγάρα Benson & Hedges έπεσε από την τσέπη του. Κάποιος το πήρε, το άνοιξε και μου το έδειξε. Με ένα παρατεταμένο κούνημα του κεφαλιού μου πάνω – κάτω, άρχισα να βρίζω Θεούς και δαίμονες, όταν διαπίστωσα πως έλειπε ένα τσιγάρο και είναι και αυτό μαζί με τόσα άλλα που με κάνουν μέχρι σήμερα να ρωτώ, γιατί ρε γαμώτο;».

Εσκεμμένα δεν προσπάθησα να μάθω ονόματα των εμπλεκομένων στη μάχη γι’ αυτό και δεν τα αναφέρω στην θλιβερή αυτή ιστορία. Δεν έχει νόημα όμως πλέον. Το τι επακολούθησε των γεγονότων αυτών είναι γνωστό. Διακόσιες χιλιάδες πρόσφυγες ακόμα περιμένουν δικαίωση. Και η μισή Κύπρος στενάζει κάτω από την μπότα του Αττίλα.

Ένα λάστιχο του νερού που χρησιμοποιήθηκε για τον καθαρισμό των αιματοβαμμένων δωματίων, ίσως έκαμε την κατάσταση χειρότερη. Όλη η τσιμεντένια αυλή κοκκίνισε. Ευτυχώς που οι γείτονες μας έδωσαν βοήθεια για να συνέλθουμε. Τα στρώματα πετάχτηκαν αλλά οι ανατριχιαστικές λεπτομέρειες και απομεινάρια της μάχης εκείνης της ημέρας, υπάρχουν αλλά αδυνατώ να τα περιγράψω. Εξ άλλου κάποια από τα πειστήρια του «εγκλήματος» υπάρχουν ακόμα. Η τρύπια ντουλάπα των ρούχων, η μπανιέρα με τις τρύπες, και άλλα σπασμένα αντικείμενα του σπιτιού είναι εκεί. Και η ξύλινη πόρτα με το ρόπτρον, διορθώθηκε κάπως…! Δεν θέλουμε να τα αποχωριστούμε.

Η Στολή μου, του Έφεδρου Αξιωματικού που βρισκόταν στο ντουλάπι, μισοκάηκε. Σήμερα έχω μόνο το σακάκι και το πηλήκιο.

Το Morris Oxford του πατέρα μου, με την καρυδένια επένδυση, που ήταν σταθμευμένο στην αυλή, έγινε σουρωτήρι, έφτασε εκείνη την ημέρα στα τελευταία του. Μετά από 18 χρόνια.

Το αρνάκι δεν έκλαιγε πλέον. Το βρήκαμε νεκρό από τις σφαίρες. Θύμα κι αυτό μιας άμυαλης και πρόστυχης, αντεθνικής πράξης.

Όταν μετά από έξι εφτά μήνες κρατούσα από το χέρι το κοριτσάκι της αδερφής μου έξω στην αυλή, ακούστηκε από μακριά ένας κρότος, σαν μια έκρηξη.

  • «Μη φοβάσαι, δεν είναι τίποτε», μου είπε και πετάχτηκε πάνω μου.

Δεν μίλησα ποτέ στους φίλους με λεπτομέρειες γι’ αυτά που ζήσαμε εκείνη την ημέρα. Όλοι στην οικογένεια μας ευχαριστούμε τον Θεό που μας προστάτεψε. Διαφορετικά…, δεν θα έγραφα σήμερα την αληθινή αυτή ιστορία. Πολλές φορές έβαλα σε ζυγαριά τα λάθη των μεν με αυτά των δε. Έσπαζα την ζυγαριά.

Έχω πολλά άλλα, αληθινά μα μη δημοσιεύσιμα. Όπως λόγου χάρη το «παρουσιάσθηκε εκπρόθεσμα». Τι λέτε ρε ηλίθιοι…

Σημείωση: Ρόπτρον (χτυποπόρτι) – βλ. φωτογραφία

 

Ηρόδοτος Χρυσάνθου