Ηροδότου αληθινές Ιστορίες: Ο απλήρωτος λογαριασμός…!

Ο ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Ο Λογαριασμός της Δημοσίας Επιχείρησης Ηλεκτρισμού είχε ήδη λήξει προ πολλού. Στο διαμέρισμα όμως της οδού Ιπποκράτους το ρεύμα δεν το είχαν ακόμα κόψει. Τα πέντε άτομα που ήταν καθισμένα γύρω από ένα μικρό τρανζίστορ, άκουγαν αυτό που άκουγαν όλοι στην Αθήνα, «εδώ Πολυτεχνείο, εδώ Πολυτεχνείο, ραδιοφωνικός σταθμός των ελεύθερων αγωνιζομένων φοιτητών, των ελεύθερων αγωνιζομένων Ελλήνων». Με την φωνή της Μαρίας Δαμανάκη.

Ξεκαθαρίζω πως το ύφος του κειμένου όπως θα το κτίζω, δεν έχει πολιτική χροιά. Την αξία και το νόημα της εξέγερσης του Πολυτεχνείου δεν θέλω να τα αλλοιώσω. Αυτά έχουν ανεξίτηλα αποτυπωθεί στις σελίδες της Ιστορίας.

Το βράδυ εκείνης της Παρασκευής 16 Νοεμβρίου του 1973, δεν κοιμηθήκαμε. Ο ένας καφές διαδεχόταν τον άλλο και κάπου-κάπου τρώγαμε κάτι, έτσι η νύχτα προχωρούσε αργά και βασανιστικά. Η κίνηση στον δρόμο ήταν ελάχιστη, τα αυτοκίνητα πολύ λίγα, οι άνθρωποι ήταν από ώρα κλεισμένοι στα σπίτια τους και εμείς τα πέντε άτομα (όλοι πρωτοετείς φοιτητές, οι δύο έμεναν σε πολυκατοικία πολύ κοντά στη δική μας) δεν είχαμε άλλη επιλογή παρά να ακούμε ραδιόφωνο… «εδώ πολυτεχνείο, εδώ πολυτεχνείο». Η περιρρέουσα ατμόσφαιρα των προηγούμενων ημερών δεν ήταν εικόνα τέτοια που προετοίμαζε τον οποιονδήποτε για τις επόμενες μέρες. Το Πολυτεχνείο είχε καταληφθεί από τους φοιτητές, η εξέγερση του κόσμου, όσο περνούσαν οι μέρες και οι ώρες μεγάλωνε και εμείς βιώναμε μια αβεβαιότητα, πρωτόγνωρη και εκνευριστική. Κάτι θα συνέβαινε, μα που να ξέραμε τι. Σεπτέμβριο είχαμε έρθει στην Αθήνα για πρώτη φορά, είχαν μόλις περάσει δύο μήνες. Και ο πρώτος λογαριασμός της ΔΕΗ του διαμερίσματος που νοικιάζαμε τρία άτομα, ήταν απλήρωτος…! Δεν είχαμε εξοικειωθεί με τις υποχρεώσεις μας ακόμα.

Περισσότερο ανησυχούσαμε μήπως και μας κόψουν το ρεύμα, παρά με αυτά που συνέβαιναν λίγα μόνον τετράγωνα πιο κάτω. Ίσως γιατί δεν ξέραμε τι ακριβώς γινόταν εκεί. Και είχαν γίνει πολλά, αυτά που όλοι ξέρουμε.

Το φως άρχισε σιγά σιγά να φέγγει στις γειτονιές, τα ψηλά κτίρια όμως δεν επέτρεπαν τον ήλιο του πρωϊνού εκείνου να φτάσει μέχρι την δική μας γειτονιά, κοίταξα έξω, βγήκα στο μπαλκόνι, ήταν ένα μείγμα από σκοτάδι, ομίχλη και ξημέρωμα. Τότε ακριβώς το αποφάσισα. Θα πάω μέχρι το Πολυτεχνείο να δω τι γίνεται… Και μετά να περάσω από την οδό Κοραή να τακτοποιήσω και το ρεύμα.

Η ΠΕΡΙΕΡΓΕΙΑ

Οκτώ και τέταρτο το πρωί, 17 Νοεμβρίου, ημέρα Σάββατο. Έβαλα σε ένα μικρό καφέ πλαστικό φάκελο, τον λογαριασμό του ρεύματος, την ταυτότητα αλλοδαπού που μου είχαν προ ολίγων ημερών εκδώσει, την φοιτητική μου ταυτότητα και άντε, ας πάρω μαζί μου και το Διαβατήριο μου. Δεν ξέρεις τι θα ζητήσουν στην ΔΕΗ. Ήταν ο πρώτος λογαριασμός είπαμε… Και ήταν στο όνομα του ιδιοκτήτη.

Δεν χρειάστηκε να περάσει πολλή ώρα, πέρασα από τα Εξάρχεια, ήδη φάνηκε από κάποια απόσταση το κτίριο του Πολυτεχνείου. Ήμουν στην οδό Στουρνάρη. Εκεί που υπάρχει η πλαϊνή πόρτα εισόδου. Ωχ…! Πάω να φύγω, μέσα η κατάσταση ήταν χαώδης.  Δεν θέλω να περιγράψω αυτά που είδα. Άλλαξα προορισμό.

Σε λίγο περπατούσα στην οδό 28ης Οκτωβρίου. Προς πλατεία Ομονοίας. Τεθωρακισμένα και διάφορα άλλα άρματα μάχης κυκλοφορούσαν, αλλά κυκλοφορούσε και κόσμος. Άκουσα και πυροβολισμούς. Άκουσα και φωνές. Άκουσα και βρισιές. Βρε, μα τι ακριβώς συμβαίνει;

Στην Πανεπιστημίου αστυνομία και στρατιώτες. Η κατάσταση με όλα αυτά, όλο και μου κινούσαν την περιέργεια να μην θέλω να επιστρέψω στο διαμέρισμα. Ώρα εννιά και μισή.

Έφτασα στην οδό Κοραή. Το γραφείο της ΔΕΗ ήταν κλειστό. Δεν ρώτησα γιατί. Πάμε να φύγουμε Ηρόδοτε. Η κατάσταση δεν μου αρέσει. Πέρασα απέναντι. Μπροστά στην Ακαδημία Αθηνών βλέπω μαζεμένο κόσμο. Και κλούβες της αστυνομίας. Μα τι γίνεται; Με γρήγορο βήμα έκαμα τον… Κινέζο.

Έφτασα στην οδό Ακαδημίας. Προσπάθησα να περάσω απέναντι, να πάρω την οδό Ιπποκράτους, αυτοκίνητα πολύ λίγα, δεν περίμενα τον Σταμάτη να σβήσει, ούτε τον Γρηγόρη να ανάψει. Στη μέση του δρόμου άκουσα μια φωνή… «ρέεεε…». Γύρισα το κεφάλι πίσω. Τρεις αστυνομικοί μου έκαναν νεύμα… «για έλα εδώ!». Μάλλον παρανόμησα, πέρασα χωρίς να τηρήσω «Σταμάτη – Γρηγόρη».

  • «Από που είσαι;», ρώτησαν και οι τρεις. Ήταν αγριεμένοι.
  • «Από την Λεμεσό!», απάντησα. Θα ήξεραν φυσικά που είναι η Λεμεσός.
  • «Ταυτότητα, είσαι φοιτητής;», έδωσα την φοιτητική μου ταυτότητα. Με την σφραγίδα επάνω, του Εθνικού Μετσοβίου Πολυτεχνείου. Κάηκα.

Η ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΑ

Με κλωτσιές και κτυπήματα από γκλομπς με τράβηξαν μέχρι την Ακαδημία Αθηνών. Εκεί που είδα προηγουμένως τον μαζεμένο κόσμο και τις κλούβες της αστυνομίας. Με φρούρηση των τανκς. Μου άνοιξαν τον καφέ πλαστικό φάκελο. Μου πήραν την ταυτότητα αλλοδαπού. Την φοιτητική την έδωσαν πίσω.

Πολύς κόσμος στη σειρά, όλοι περιμέναμε να μας «φορτώσουν» στα λεωφορεία. Είμασταν όμως αμίλητοι. Δεν πιάσαμε κουβέντα μεταξύ μας. Μπροστά μου ένα ριγμένο στο πλακόστρωτο, βιβλίο. Διαβάζω τον τίτλο «Μια νύχτα, μια τυραννία». Άλλαξα θέση, τραβήχτηκα πιο μακριά. Ποιος το άφησε, άγνωστον. Το σίγουρο είναι πως μέχρι εκείνη την στιγμή δεν φοβόμουν. Καρπός της περιέργειας μου, αλλά τι άλλο θα έβλεπα;

Εδώ ξεκαθαρίζω πως την Αθήνα δεν την ήξερα. Δεν είχα προλάβει να μάθω τις συνοικίες και τις γειτονιές της. Και το σημαντικότερο, δεν γνώριζα κανένα. Άγνωστος μεταξύ αγνώστων… Και οι άλλοι δύο συγκάτοικοι μου δεν γνώριζαν που είμαι. Είχα φύγει πολύ πρωί. Όταν αυτοί λαγοκοιμόντουσαν.

Με σπρωξίματα μπήκα στην κλούβα. Μα πόσα άτομα θα μπουν, φτάνει, είμαστε ο ένας πάνω στον άλλον. Θεέ και κύριε… Και που θα μας πάνε; Για να δούμε.

Στη διαδρομή που ήταν άγνωστη σε μένα, άκουσα κάποιον να ρωτά «μήπως ξέρει κανένας τι θα μας κάνουν;». Και κάποιο να απαντά «θα μας σκοτώσουν όλους, μάλλον αδίκαστοι θα πάμε…». Εγώ ακόμα σκεφτόμουν αν έκαμα λάθος που βγήκα έξω για να πληρώσω τον λογαριασμό του ρεύματος.

  • «Ηρόδοτε!», αμάν κάποιος με ήξερε μέσα στην κλούβα, αλλά ποιος ήταν;
  • «Ρε Χρίστο κι εσύ εδώ μέσα;», ήταν ο φίλος μου από τα παιδικά χρόνια στην Λεμεσό, ο Χρίστος.

Ευτυχώς θα είχα παρέα, με κάποιον να μιλήσω, να ανταλλάξουμε ιδέες και απόψεις. Για θέματα που δεν ξέραμε. Δεν είχαμε την παραμικρή εικόνα. Που θα καταλήγαμε; Ένας Θεός ήξερε μόνον. Μοιάζαμε με πρόβατα που τα πάνε για σφαγή. Αλλά επαναλαμβάνω και το τονίζω πως ποτέ δεν κώλωσα.

Η διαδρομή κράτησε μισή ώρα. Δέκα και μισή φτάσαμε σε ένα κτίριο επί της Λεωφόρου Συγγρού. Η κλούβα σταμάτησε απότομα. Όλοι έξω.

Μια ελικοειδής ράμπα μας οδήγησε σε υψηλότερους ορόφους του κτιρίου. Υπολόγισα δυο χιλιάδες άτομα. Μπορεί και περισσότερα. Νέοι, μεσήλικες, γέροι. Εγώ με τον Χρίστο είμασταν οι νεότεροι, μόλις είκοσι χρονών.

Εκεί μέσα, σ’ αυτό το κτίριο άλλαξα και αναθεώρησα όλα όσα πίστευα, όσα νόμιζα πως ήταν σωστά και όσα νόμιζα πως ήταν λανθασμένα. Εκείνη την ημέρα σχημάτισα την πραγματική εικόνα. Φρίκη!

Καλύτερα όμως να μην αρχίσω να πολιτικολογώ. Ή καλύτερα είναι να μην αρχίσω να βρίζω.

Κόκκινα μάτια, μαστουρωμένες φάτσες, βραχνές φωνές, ουρλιαχτά και επίδειξη ισχύος. Και καψόνι. Και κτυπήματα. Και βάναυση συμπεριφορά. Και, και, και… Αυτά έβλεπα και η ώρα περνούσε. Με τον Χρίστο μιλούσαμε με τα μάτια. Ο απόλυτος εξευτελισμός του ανθρώπου.

  • «Γιατί δεν πέφτεις κάτω στο πάτωμα;», ερώτηση σε ένα άτομο εβδομήντα τόσων χρόνων, από κάποιον με το όπλο.
  • «Δεν μπορώ κύριε, έχω κήλη», ήταν η πειστική απάντηση.
  • «Κατέβασε το παντελόνι, αμέσως!». Το κατέβασε.

Ένα δυνατό κτύπημα κάτω χαμηλά, με το κοντάκι του όπλου, προξένησε σ’ εμένα μεγαλύτερο πόνο, παρά σε αυτόν που το δέχτηκε.

  • «Είχες δεν είχες κήλη, τώρα σίγουρα έχεις!». Σωριάστηκε ο άνθρωπος κάτω. Σφάδαζε από τον πόνο. Αντίδραση καμμιά, από κανένα.

Τότε, κάπνιζα. Δέκα τσιγάρα την ημέρα. Εκείνη την ημέρα, δεν είχα μαζί μου κανένα τσιγάρο. Δεν είχα πιει ούτε καφέ. Δεν είχα φάει τίποτε για πρωϊνό. Δεν είχαμε ούτε νερό. Και δεν έβλεπα πουθενά τουαλέτες. Και το ξύλο έπεφτε ασταμάτητο. Αυτοί οι άνθρωποι με τα όπλα δεν είχαν τον Θεό τους. Και δυστυχώς όλοι εκεί δεν κρατούσαμε κανένα όπλο. Διαφορετικά…

Εκείνη την ημέρα, σ’ εκείνο το μέρος, όπως έγραψα και πιο πάνω, σχημάτισα, την εικόνα της Ελλάδας. Την πραγματική. Δεν θέλω να την θυμούμαι. Αλλά πρέπει και να μην την ξεχνώ.

Νύχτωσε, η ώρα πήγε οκτώ. Τότε με πέρασαν από ανάκριση.

Η ΑΝΑΚΡΙΣΗ και ΤΟ ΤΑΞΙ

Στεκόμουν μπροστά σε τέσσερις-πέντε καθισμένους αξιωματικούς. Μου πήραν τον καφέ φάκελο. Τον άνοιξαν μόνοι τους. Μέσα ήταν ο απλήρωτος λογαριασμός της ΔΕΗ, το διαβατήριο της Κυπριακής Δημοκρατίας και η φοιτητική μου ταυτότητα. Η ταυτότητα αλλοδαπού βρισκόταν από το πρωΐ στα χέρια τους. Μέσα σε ένα μεγάλο κιβώτιο είδα χιλιάδες ταυτότητες. Τους έδειξα την δική μου, ήταν εύκολο να την αναγνωρίσω. Ήταν ταυτότητα αλλοδαπού. Οι ματιές τους ήταν διαπεραστικές. Σαν να με περνούσαν από ακτινολογικό έλεγχο. Με κοίταζαν από πάνω μέχρι κάτω.

  • «Είσαι Κύπριος;», με ρώτησε. Είχε στα χέρια του το διαβατήριο. Το άνοιξε. Στην τελευταία σελίδα ήταν κολλημένο το απολυτήριο της Εθνικής Φρουράς. Η φωτογραφία μου με την Στολή του Εφέδρου Αξιωματικού άλλαξε το χρώμα του προσώπου του.
  • «Κύριε ανθυπολοχαγέ, γιατί σε έφεραν εδώ, είσαι ελεύθερος!». Φώναξε ένα φαντάρο και έδωσε εντολή να με οδηγήσει μέχρι κάτω στον δρόμο. Να βρω ταξί, αλλά πόσο εύκολο ήταν; Υπήρχε απαγόρευση κυκλοφορίας, μάλλον θα πήγαινα με τα πόδια αν έβρισκα τον δρόμο, η ώρα εννιά παρά πέντε τη νύχτα, για τον τόπο διαμονής μου.

Από μακριά, είδα αυτοκίνητο να έρχεται. Κύριε ελέησον! Αναρωτήθηκα και αναρωτιέμαι ακόμα, αν ήταν ταξί. Δεν του έκαμα νόημα, σταμάτησε όμως μπροστά μου. Ο από μηχανής Θεός. Μπήκα μέσα.

  • «Καλησπέρα σας κύριε, να με πάτε Ιπποκράτους αρ. τάδε», είπα ανακουφισμένος. Δεν μου μίλησε, δεν είπαμε καμμιά άλλη κουβέντα. Φτάσαμε, πλήρωσα, κατέβηκα μπροστά στην Πολυκατοικία. Δεκαεφτά άτομα των Σωμάτων Ασφαλείας στεκόντουσαν μπροστά στην είσοδο. Τι κάνω;

Με έβλεπαν περίεργα, μα δεν μου είπαν λέξη. Ένοιωθα τριαντατέσσερα μάτια να παρακολουθούν την πορεία μου προς την είσοδο της πολυκατοικίας.  Άνοιξα την πόρτα της εισόδου και με τα πόδια ανέβηκα στον πρώτο όροφο. Απέφυγα για προφανείς λόγους τον ανελκυστήρα. Οι δύο Αντώνηδες συγκάτοικοι μου κόντεψαν να λιποθυμήσουν από την χαρά τους. Ήμουν πίσω, σώος και αβλαβής. Με τα κωλομέρια μαύρα από τα κτυπήματα. Και με τον λογαριασμό του ρεύματος απλήρωτο. Πήγε χαμένη η μέρα. Εκείνη την ημέρα που κέρδισα γνώση, μάθηση και κρίση, αφού είδα το νόμισμα και από τις δυο όψεις του, συγχρόνως.

Ο ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Με τον Χρίστο που έμαθα αργότερα από τον ίδιο πως τον είχαν αφήσει πολύ πιο μετά από μένα, όταν σήμερα βρισκόμαστε, θυμόμαστε τα γεγονότα. Και κουνούμε τα κεφάλια μας. Από αγανάκτηση και απογοήτευση. Βρίζοντας.

Το κτίριο μέσα στο οποίο εκτυλίχτηκε η αληθινή αυτή η ιστορία, το έβλεπα καθημερινά για αρκετά χρόνια, περνώντας από μπροστά του πηγαίνοντας για το έργο κατασκευής του Ωνασείου Καρδιοχειρουργικού Κέντρου στη Λεωφόρο Συγγρού. Έμαθα για την τότε χρήση του. Σήμερα είναι ανακαινισμένο.

Την φοιτητική μου ταυτότητα, την ταυτότητα αλλοδαπού, το διαβατήριο και το απολυτήριο του στρατού τα έχω στα συρτάρια μου. Δυστυχώς δεν έχω τον λογαριασμό της Δημοσίας Επιχείρησης Ηλεκτρισμού. Πληρώθηκε μετά από μερικές μέρες μα χάθηκε το απόκομμα της απόδειξης πληρωμής του. Ενός εγγράφου που ήταν η αιτία για να διαδραματιστεί και να διαβάζετε σήμερα την αληθινή αυτή ιστορία του Ηρόδοτου.

Συμπέρασμα: Να πληρώνετε έγκαιρα τους λογαριασμούς σας, γιατί υπάρχει περίπτωση να σας… συλλάβουν!😎😎

Ηρόδοτος Χρυσάνθου