Ηροδότου αληθινές Ιστορίες: Τζίκετικαν, τζίκετικαν, τζίκετικαν…!

Κοίταζα χωρίς να εστιάζω σε οτιδήποτε περνούσε με ταχύτητα μπροστά από τα μάτια μου. Ήταν εξ άλλου αργά, το σκοτάδι βαθύ και έξω χιόνι και παγωνιά. Το βλέμμα δύσκολα μπορούσε να ξεχωρίσει αυτά που γρήγορα περνούσαν από μπροστά μου. Ήταν Φεβρουάριος του 2007.

Με θερμοκρασία έντεκα βαθμούς υπό το μηδέν, έξω ομίχλη και μιζέρια κι εγώ καθισμένος με το βαρύ μου παλτό στη μια από τις οκτώ θέσεις μιας καμπίνας του τραίνου. Απέναντί μου ο συνάδελφος αρχιτέκτονας Mario Biondini. Από την Βαρσοβία για το Κατοβίτσε, στην Πολωνία. Οι υπόλοιπες έξι θέσεις ήταν κενές. Το τραίνο έφυγε ακριβώς στις οκτώ το βράδυ. Κανονικά λίγο πριν τα μεσάνυχτα, στις έντεκα και μισή θα φτάναμε. Μετά, με ένα άλλο τραίνο για την πόλη της διαμονής μας. Άλλη μια ώρα για το Γκλιβίτσε.

Δεν σκεφτόμαστε οτιδήποτε. Η κούραση ήταν εμφανής, νιώθαμε πως είμασταν πολύ κοντά στην κατάρρευση. Πολύ όμως μακριά ακόμα για το προορισμό μας. Το τραίνο έτρεχε, στους σταθμούς σταματούσε, ορισμένοι ανέβαιναν, άλλοι κατέβαιναν, μερικοί κοιμόντουσαν στο τραίνο και πολλοί καρτερούσαν όρθιοι με την βαλίτσα τους στο χέρι την στιγμή που θα κατέβαιναν στον επόμενο σταθμό. Ήταν ή ώρα 10 και 10 λεπτά.

Ο γνώριμος στ’ αυτιά μου θόρυβος της μηχανής του τραίνου άλλαξε. Δεν παραξενεύτηκα. Όχι γιατί δεν ήμουν τόσο καλά εξοικειωμένος με τις μηχανές των τραίνων, αλλά περισσότερο γιατί πίστευα πως θα ήταν πρόσκαιρος και δεν θα τον ξανάκουγα!

Με το ένα μάτι ο Mario με κοίταξε, σαν να ρωτούσε «τι συμβαίνει;». Είμασταν ήδη στη μέση του πουθενά. Ξανακούστηκε ο περίεργος θόρυβος της μηχανής. Σαν ουρλιαχτό. Ανατριχιάσαμε. Και το τραίνο σταμάτησε. Μια ανακοίνωση από τους υπευθύνους του τραίνου… «μπλα, μπλα, μπλά, το και το, μπλα, μπλα, μπλα», δεν καταλάβαμε τι είπαν.

Και ποιον να ρωτήσουμε τι συμβαίνει; Βγήκα στο διάδρομο. Οι επιβάτες συζητούσαν μεταξύ τους, έβλεπα τις γκριμάτσες στα πρόσωπά τους που τις μετέφρασα κάτι σαν «όχι γαμώτο τέτοια ώρα», ώσπου ρώτησα κάποιον που αισθανόμουν πως μιλούσε Αγγλικά. Μηχανική βλάβη, προσπαθούν να την φτιάξουν. Αμήν και πότε! Σε είκοσι λεπτά, το τραίνο ξανάβαλε μπρος. Ανακούφιση, μια χαρά παιδιά, τέλεια, ξανακαθίσαμε αλλά είχαμε τα αυτιά μας στον… γνώριμο ήχο των μηχανών του τραίνου! Αμάν και να μην αλλάξει… τζίκετικαν, τζίκετικαν, τζίκετικαν!

Έντεκα παρά τέταρτο τη νύχτα. Ένα απότομο τράνταγμα των βαγονιών, ένας συριγμός και το φρενάρισμα αναπόφευκτο. Το τραίνο ακινητοποιήθηκε. Ρε, παιδιά κάντε κάτι, είμαστε πτώματα από την κούραση. Ανακοίνωση από τους υπευθύνους του τραίνου. Πάλι δεν καταλάβαμε τι έλεγαν, αλλά από τις κινήσεις των επιβατών αντιληφθήκαμε πλήρως τι έπρεπε να κάνουμε… Τραγωδία.

Είχαμε και βαλίτσες, τις κουβαλούσαμε από την Αθήνα, αεροπορικώς στην Βαρσοβία και μετά με το τραίνο. Μα τώρα; Τις κρατούσαμε φορτωμένοι, περπατώντας πάνω στις ράγες των τραίνων, με προορισμό το άγνωστο… πουθενά, μέχρι τον πλησιέστερο σταθμό, που όμως, πού στο καλό βρισκόταν; Μπροστά και πίσω μας πολλοί επιβάτες. Εγώ έβριζα στα Ελληνικά κι ο Mario στα Ιταλικά. Φυσικόν επακόλουθον. Και γύρω γύρω χιόνι. Σκοτάδι, ομίχλη και παγωνιά που διαπερνούσε τα ρούχα μας και έφτανε μέχρι το μεδούλι των οστών. Εκεί σταματούσε. Ευτυχώς δηλαδή.

Περπατούσαμε επί εβδομηνταπέντε λεπτά, ήταν μεσάνυχτα και οι επιβάτες που ως δια μαγείας είχαν εξαφανιστεί οι περισσότεροι, διαπίστωσα πως κάθισαν δεξιά και αριστερά των γραμμών των τραίνων και μάλλον περίμεναν να… δουν κανένα άλλο τραίνο να έρχεται. Αλλά όχι. Εμείς ακάθεκτοι περπατούσαμε ακόμα. Η μύτη μου είχε γίνει παγάκι. Του Mario δεν ξέρω. Πολύ μακριά, διέκρινα φώτα! Επιτέλους φάνηκε σταθμός τραίνων. Έκανε την εμφάνιση του ο πολιτισμός. Συναντήσαμε την τεχνολογία. Τώρα ναι, θα πάρουμε το πρώτο τραίνο για το Katowice. Αλλά λογαριάζαμε χωρίς τον ξενοδόχο. Δεν υπήρχαν δρομολόγια… Αύριο πάλι. Που θα μείνουμε το βράδυ;

Ο σταθμός που φτάσαμε, ήταν σκέτη απογοήτευση. Κανένα μαγαζάκι ανοικτό, όλα θεόκλειστα κι εμείς εκτός από κάποια καντίνα για την πείνα θέλαμε και… τουαλέτα. Πολλά ζητούσαμε.

  • «Mario, θα τηλεφωνήσουμε ταξί. Δεν υπάρχει εναλλακτική λύση!» και αυτό έκανα. Τα αυτοκόλλητα διαφημιστικά καρτελάκια στους τοίχους με βοήθησαν, σε δέκα λεπτά έφτασε το ταξί.
  • «Gliwice, παρακαλώ!», το αυτοκίνητο με τις βαλίτσες μας ξεκίνησε. Ήταν μία και μισή μετά τα μεσάνυχτα. Σε μια ώρα θα είμαστε στα σπίτια μας. Περίπου…
  • «Mario, στις εφτά το πρωί, έχουμε… εγερτήριο!», εξήγησα πως στις οκτώ ή ώρα έπρεπε να είμαστε στην συνάντηση των Μηχανικών με τον Δήμο της πόλης για την πρόοδο των εργασιών του έργου.

Άκουσα βρισιές στα Ιταλικά από τον συνάδελφο, τον δικαιολόγησα σιωπηρά πλήρως, μα δεν έδωσα συνέχεια. Ήταν ήδη τρεις και τέταρτο, χαράματα. Ομίχλη, παγωνιά και… τι ευτυχία! Ήμουν ήδη στο κρεβάτι μου.

Οι πρωινές αραιές νιφάδες του χιονιού, το λαχανιασμένο βάδισμα του κόσμου, τα αυτοκίνητα που έβλεπα να κινούνται αργά στον δρόμο, το γκρίζο χρώμα του ουρανού που σκέπαζε το γαλάζιο, τα μαυροπούλια που πετούσαν απ’ εδώ και απ’ εκεί για να βρουν κάτι να φάνε, με έκαμαν να ξεχάσω την ταλαιπωρία και την περιπέτεια που λίγες ώρες πιο πριν βιώσαμε. Το τζίκετικαν, τζίκετικαν, τζίκετικαν…, δεν το είχαμε ξανακούσει το προηγούμενο βράδυ. Αλλά υπήρχε και αυτός ο άλλος ήχος, μια μελωδία που ακουγόταν μέχρι την άλλη άκρη της πόλης, κάθε δεκαπέντε λεπτά από την καμπάνα της διπλανής εκκλησίας…! Μια συναυλία και συγκλονιστική συνεύρεση μουντών χρωμάτων και ήχων! Μου άρεσε τόσο πολύ που ζούσα και χάζευα από το παράθυρο του διαμερίσματος της οδού Kilinskiego 34, αυτήν την χειμωνιάτικη εικόνα. Έβλεπα το ποτήρι για μια ακόμα φορά, μισογεμάτο! Εξ άλλου είναι και αυτά μέσα στη ζωή. Πάντα και παντού η ζωή επιφυλάσσει εκπλήξεις. Αν δεν είναι δυσάρεστες, θα είναι ευχάριστες!

Ώρα οκτώ ακριβώς! Πάνω στο τραπέζι της συνεδρίασης είχαμε ζεστό καφέ, αρωματικό τσάϊ και κουλουράκια. Γύρω από το τραπέζι 12 άτομα. Το θερμόμετρο, στο τοίχο απ’ έξω, έδειχνε 17 βαθμούς υπό το μηδέν. Σιγά, που θα παραπονιόμασταν κιόλας. Μια χαρά!

Αλλά, όταν τα φώτα χαμήλωναν και το αίμα κυλούσε ήρεμα στις φλέβες, μια μελωδία γαρνιρισμένη με Ελληνικούς μαίανδρους πλημμύριζε το δωμάτιο, με ένα ποτήρι ουίσκι και πάγο στο τραπεζάκι δίπλα μου, να μπαίνει και να ομορφαίνει σαν σύγχρονο χαμογελαστό emoji την ζωγραφιά της ζωής, δεν ήταν λίγες οι φορές που μου ερχόντουσαν στο νου οι στίχοι κάποιου «άγνωστου» ποιητή, όσο διαρκούσαν εκείνα τα ταξίδια, τα γεμάτα περιπέτεια και ρίσκο που ήθελαν οπωσδήποτε υπομονή, επιμονή και αντοχή:

Πολλοί το φιλοσόφησαν και δίκαιο τους βρίσκω,

πως ότι, το ταξίδι σου αξίζει να το ζεις

με περιπέτειες, μ’ όνειρα, με κίνδυνο και ρίσκο,

…η Μαρινέλλα τέλειωσε κι αρχίζει ο Τερζής!

(Ο Παγκυπριώτατος)

Αυτά λοιπόν. Έτσι για να μην πιστεύουν μερικοί πως, όλα στη ζωή μας στην Πολωνία ήταν εύκολα. Πολύ δύσκολα ήταν παιδιά κι αν σήμερα τα γράφω με αρκετή δόση χιούμορ, μετά από τόσα χρόνια, είναι γιατί δεν ήθελα τότε με κανένα τρόπο και καμμιά μέθοδο να δώσω αφορμή για… λύπηση, με αιτιάσεις και αστείες δικαιολογίες οποιασδήποτε μορφής, δίνοντας έμφαση σε εικόνες μιας μίζερης και πολλές φορές επικίνδυνης κατάστασης. Πάνω απ’ όλα η αξιοπρέπεια.

Mario, δικαιούσαι να βρίσεις ξανά! Στα Ιταλικά.

Ηρόδοτος Χρυσάνθου