Ηροδότου αληθινές Ιστορίες: Τι νύχτα κι αυτή…!

Έτος 1983.

«Τι κι αν ήταν Νοέμβριος, η θερμοκρασία είχε ξεπεράσει πολλές φορές τους 40 βαθμούς, όπως ακριβώς τώρα που ήμουν λουσμένος στον ιδρώτα κάπου κοντά στον κόλπο της Σύρτης της Λιβύης και φοβόμουν πως πολύ δύσκολα θα προλάβαινα να τελειώσω την δουλειά μου, ώστε να φύγω το βράδυ της ίδιας μέρας για την Τρίπολη».

Το αυτοκίνητο – ένα Peugeot 505 – είχε από την προηγούμενη μέρα ελεγχθεί, ώστε χωρίς πρόβλημα θα έκανα ένα ταξίδι από την Τρίπολη μέχρι την Σύρτη. Λάδια, ξύδια και νερά, μηχανή, όλα εντάξει. Η απόσταση 575 χιλιόμετρα. Άλλα τόσα η επιστροφή.

  • «Mr Herodotos, το αυτοκίνητο σου είναι έτοιμο»! Αυτό μου είπε ο Ινδός μηχανικός του συνεργείου των αυτοκινήτων και μου άφησε πάνω στο γραφείο τα κλειδιά. Έμεινα ικανοποιημένος και ήσυχος.

Σχεδόν δεν κοιμήθηκα εκείνο το βράδυ. Στις δύο και μισή μετά τα μεσάνυχτα, Τρίτη 22 ή 29 Νοεμβρίου, ήμουν στο αυτοκίνητο με οδηγό και μοναδικό επιβάτη εμένα. Άφηνα πίσω τον κάμπο μας στο Σουάνι και άρχιζα να υπολογίζω σε πόσες ώρες θα έφτανα στον προορισμό μου. Με μέση ταχύτητα 100 χιλιόμετρα την ώρα, σε 6 ώρες περίπου θα ήμουν εκεί. Για σταθμό δεν συζητούμε. Χωρίς σταματημό, εκτός από τον υποχρεωτικό για βενζίνη.

Ο Κώστας Χατζής, η Μαρινέλλα, η Γλυκερία, ο Πάριος και η Δήμητρα Γαλάνη ήταν μαζί μου και με συνόδευαν με τα τραγούδια τους. Μόνο που αρκετές φορές η ταινία της κασέτας δεν γύριζε όπως έπρεπε και η αλλοίωση της φωνής είχε κωμικά αποτελέσματα. Αλλά ήταν και αυτό μέρος της καθημερινότητας. Τουλάχιστον δεν θα κοιμόμουν από τις ενδιαφέρουσες… εκπλήξεις, μέσα στο αυτοκίνητο! Έβριζα κιόλας.

Μια τέτοια διαδρομή συνήθως δεν επεφύλασσε εκπλήξεις. Το σκηνικό ήταν το ίδιο, μονότονο και βαρύ. Ζέστη σε μια Αραβική χώρα, χωριά που τα διέσχιζαν γραφικά χωματένια δρομάκια, σπίτια που σχεδόν όλα ήταν κτισμένα με άσπρη ελαφριά πέτρα, μιναρέδες και ψηλοί φοίνικες, σήματα κατατεθέντα των Αραβικών χωρών, που όλα αυτά μου είχαν γίνει μια συνήθεια στα μάτια και μου φαινόντουσαν όλα οικεία από τις τόσες πολλές φορές που τα έβλεπα. Μόνο που στην σημερινή αληθινή ιστορία του Ηρόδοτου τα πιο πάνω δεν θα τα έβλεπα. Ήταν νύχτα σκοτεινή και αφέγγαρη.

Ένα μεγάλο τμήμα της διαδρομής βρισκόταν μεταξύ Μισουράτας και Σύρτης και ήταν μια ενδιαφέρουσα εμπειρία. Περνούσε μέσα από ερημικό τοπίο, που πολύ συχνά έβλεπες ισχνές αγελάδες που έβοσκαν μοναχικές τρώγοντας (;) ότι έβρισκαν. Από τίποτα μέχρι νάϋλον (πολυθίνη) που ο άνεμος την είχε στείλει στο ερημικό τοπίο. Σ’ αυτό το τμήμα η μεγάλη ευθεία του δρόμου ήταν ένα επικίνδυνο κομμάτι στο οποίο συναντούσες στραπατσαρισμένα, καμένα και εγκαταλελειμμένα αυτοκίνητα, αφού οι οδηγοί τους κοιμόντουσαν λόγω της μονοτονίας και της ζέστης στη διαδρομή και… το αποτέλεσμα ήταν αυτό. Όλεθρος.

Το κρύο νερό στον μεταλλικό θέρμο, τα σαντουϊτσάκια στο τάπερ και μερικά φρούτα σχεδόν έφταναν μέχρι τον προορισμό, σε κατάσταση τέτοια που μπορούσες να τα καταναλώσεις με ασφάλεια. Όπως ακριβώς συνέβαινε εκείνη την ημέρα του Νοεμβρίου.

Όταν ο δείκτης της βενζίνης έπεφτε στο μηδέν και το σχετικό λαμπάκι όπου να ‘ναι θα αναβόσβηνε, ήταν η σημαντική ένδειξη πως έπρεπε άμεσα να βρω… βενζινάδικο, στη μέση του πουθενά, μα ποτέ δεν θυμάμαι να μην έβλεπα από πολύ μακριά να αντικατοπτρίζεται ένα υποτυπώδες κατασκεύασμα, σημείο ανεφοδιασμού καυσίμων για την συνέχεια. Ο μοναδικός υπάλληλος του πρατηρίου, σηκωνόταν βαρύς κι ασήκωτος, σαν αγγαρεία για κάποιον που του διέκοπτες τον ατέλειωτο ύπνο του.

  • «Σαλάμ αλέκομ, μπενζίνα για χατζ»! Χειραψίες και τα σχετικά…

Έφτανα σχεδόν στον μεγάλο δίαυλο των αεροπλάνων, λίγα χιλιόμετρα πριν την Σύρτη, τον διέσχισα, ο ήλιος είχε ήδη ανέβει και το φως της ημέρας φανέρωνε πως η ζέστη θα με συνόδευε με αυξανόμενο ρυθμό μέχρι τον προορισμό. Μπορούσες να πετύχεις προσγείωση ή απογείωση αεροπλάνου, οπότε έπρεπε να περιμένεις, όπως ακριβώς περιμένεις το τραίνο να περάσει με τις μπάρες κλειστές.

«Τι κι αν ήταν Νοέμβριος, η θερμοκρασία είχε ξεπεράσει πολλές φορές τους 40 βαθμούς, όπως ακριβώς τώρα που ήμουν λουσμένος στον ιδρώτα κάπου κοντά στον κόλπο της Σύρτης και φοβόμουν πως πολύ δύσκολα θα προλάβαινα να τελειώσω την δουλειά μου, ώστε να φύγω το βράδυ της ίδιας μέρας για την Τρίπολη».

Από μακριά ζωγραφιζόταν η πόλη και τρεμόπαιζαν κιόλας στα μάτια μου τα σπίτια της Σύρτης. Κάπου εκεί μέσα ήταν και το σημείο προορισμού. Σίγουρα θα συναντούσα αυτούς που έπρεπε, είχαν ήδη ενημερωθεί, μα έπρεπε να καταβάλω προσπάθεια ώστε να μην χαθούν ώρες αναμονής και κυρίως να μην πέσω σε άλλου είδους υποχρεώσεις, αφού υπήρχε και συνέχεια.

Δεν είναι αντικείμενο της ιστορίας μου οι λεπτομέρειες της εργασίας μου. Άλλωστε δεν είναι αυτός ο λόγος που την γράφω. Σχεδόν είχα καταφέρει να τελειώσω ότι είχα προγραμματίσει και ως δια μαγείας είχαν όλα εξελιχθεί με μαθηματική ακρίβεια, ώστε να μην χρειαζόταν να διανυκτερεύσω εκεί. Εξ άλλου που να βρεις ξενοδοχείο; Υπήρχε στην ευρύτερη περιοχή ένα, 55 χιλιόμετρα μακριά, μα συνήθως δεν είχε ηλεκτρικό ρεύμα και νερό, δεν είχε φαγητό, ούτε και… έλαμπε από καθαριότητα (ο φίλος μου Αχιλλέας Φλωρίδης το ξέρει καλά…)!

Θα είχα μάλιστα την ευκαιρία, στη επιστροφή να σταματήσω εάν ήταν ανοιχτό, σε ένα εστιατόριο στην περιοχή του Χομς, που το έβρισκα αναπάντεχα καθαρό και πολύ εξυπηρετικό με καταπληκτική Αραβική κουζίνα!

Το ελαφρύ αεράκι έκαμε την εμφάνισή του και η ατμόσφαιρα κάπως υποφερτή πλέον άρχισε να με προετοιμάζει για την επιστροφή. Η ώρα πλησίαζε εφτά και μισή, ο ήλιος έστεκε ακόμα και το φως ήταν αρκετό για να μην χρειάζεται να ανάψω νωρίς τα φώτα του αυτοκινήτου. Και έπρεπε να φανώ τυχερός. Να βρω βενζινάδικο στο δρόμο για ανεφοδιασμό. Διαφορετικά θα έμενα από βενζίνη και θα κοιμόμουν σε κάποιο σημείο του δρόμου, μέχρι το πρωί.

Πιο πολύ τραγουδούσα εγώ από τους τραγουδιστές που μου έκαναν παρέα βραδιάτικα στο αυτοκίνητο. Από τότε θυμούμαι αυτά τα τραγούδια και κάθε φορά που τα ξανακούω στο ραδιόφωνο μετά από τόσα χρόνια, έρχονται στο μυαλό μου τα ταξίδια αυτά. Τις περισσότερες φορές κλείνω το ραδιόφωνο. Κορεσμός…!

Το εστιατόριο ήταν δυστυχώς κλειστό στο Χομς, οπότε μάλλον νηστικός θα επέστρεφα στην Τρίπολη. Μόνο νερό είχα στο αυτοκίνητο, που ομολογουμένως ήταν αυτοκίνητο άνετο και δεν φανέρωνε ποτέ σημάδια κόπωσης. Το σκοτάδι ήταν ήδη πυκνό και είχα παρατηρήσει πως πλησιάζοντας στα 150 χιλιόμετρα από την Τρίπολη τα τζάμια του αυτοκινήτου είχαν γεμίσει από λάσπη. Ένα ελαφρύ πρωτοβρόχι έκαμε την διαδρομή πιο δύσκολη και η ομίχλη με ανάγκασε να ελαττώσω ταχύτητα. Πλησίαζε μεσάνυχτα. Όλα καλά.

Για όσους διαβάζουν την ιστορία αυτή, που ξέρουν ίσως την διαδρομή, τα τελευταία χιλιόμετρα μέχρι τον κάμπο της εταιρείας τα διένυες σχεδόν μέσα στην πόλη, οπότε έστω και στο τέλος ο φωτισμός του οδικού δικτύου βοηθούσε σε ένα πιο άνετο οδήγημα.

Ήμουν ευχαριστημένος, οδηγούσα ήδη όταν από κάποια απόσταση διέκρινα τον κάμπο της εταιρείας. Πεινούσα. Κάτι θα έτρωγα στο σπίτι. Ώσπου ακριβώς έξω από την είσοδο του κάμπου το αυτοκίνητο… έμεινε, δεν υπάκουε στις οδηγίες της ασφαλούς οδήγησης. Εδώ κάτι δεν μου άρεσε. Κατέβηκα.

Το μπροστινό αριστερό λάστιχο ξεφούσκωσε…! Ήταν πίττα. Ώρα μία και τριάντα λεπτά μετά τα μεσάνυχτα. Ουφ, τέτοια ώρα δεν αλλάζω λάστιχο, το πρωί στο συνεργείο της εταιρείας θα το άλλαζαν. Ο Ινδός φύλακας πήρε και τα κλειδιά. Θα τα έδινε στο συνεργείο για τα σχετικά.

Είχα διανύσει σε 23 ώρες χίλια 1220 χιλιόμετρα.

Το πρωί στο γραφείο ό Ινδός μηχανικός μου είπε… χεσμένος:

  • «Sir, δεν έχεις λάστιχο ρεζέρβα! Ξεχάσαμε να το βάλουμε στο αυτοκίνητο στον προχθεσινό έλεγχο»! Έμεινα αποσβολωμένος. Αν ήθελε όμως δεν θα μου το έλεγε. Το εκτίμησα.

Έκαμα ταξίδι 1220 χιλιομέτρων, χωρίς ρεζέρβα. Εάν έμενα στην μέση της διαδρομής;

Περιμένω τα σχόλια και τις αντιδράσεις των φίλων στην Ιστοσελίδα μου:

www.pancypriotatos.com

Ηρόδοτος Χρυσάνθου