Ηροδότου αληθινές Ιστορίες

Η στροφή του δρόμου!

ΣΗΜΕΡΑ!

Κοίταξα καλά την στροφή στον χάρτη. Σήμερα με τους ηλεκτρονικούς υπολογιστές, είναι πολύ εύκολο να ανακαλύψεις ή και να επιβεβαιώσεις κάτι. Κι εγώ χρειάστηκε να επιβεβαιώσω ότι ναι, υπήρχε μια στροφή στον δρόμο, που έπαιξε καθοριστικό ρόλο ώστε, πράγματι αυτό που βάζαμε στο στόμα μας ήταν ψωμί και όχι παντεσπάνι! Σήμερα το επιβεβαιώνω!

Η αληθινή αυτή ιστορία του Ηρόδοτου είναι του 1984. Μήνας Απρίλιος, ημέρα Τρίτη, 10 του μηνός. Η αναγραφή στους φακέλους που φυλάω είναι καθαρή. Ευτυχώς! Πολλοί νομίζουν πως αστειεύομαι, μα αυτό το περίφημο μπαούλο των αναμνήσεων υπάρχει, δεν είναι φανταστικό. Όσες φορές δοκιμάζω να το ανοίξω ανατριχιάζω. Πόσο εύκολα κύλησαν τα χρόνια. Σαν να ήταν χθες!

ΤΟΤΕ!

Ναι, σαν να ήταν χθες! Η μεγάλη ταλαιπωρία της ημέρας εκείνης στην πόλη της Σύρτης στη Λιβύη, προκάλεσε στους δυο καλούς συνάδελφους και φίλους μέχρι σήμερα, τόση πείνα που έπρεπε να βρούμε κάτι να φάμε. Αλλά… μάταια! Δεν υπήρχε τίποτε, σε κανένα κατάστημα δεν βρήκαμε παρά μόνον δυο φραντζόλες ψωμί. Ρωτήσαμε, ξαναρωτήσαμε και ω, του θαύματος! Σε μια νομίζω ψησταριά (με αμφιβολίες), έμεινε ή ξέμεινε ένα κοτόπουλο! Ζήτω, θα φάμε…

Ήταν περασμένη η ώρα, ο ήλιος είχε πέσει για τα καλά κι ένα, ελαφρύ ακόμα, φύσημα του αέρα, σήκωνε την λεπτή άμμο ψηλά, ψηλότερα κι ακόμα πιο ψηλά, ζωγραφίζοντας πίνακες στον έναστρο ουρανό που ναι, είμαστε τυχεροί όσοι τους είδαμε πολλές φορές στις Αραβικές ερήμους, στα χωριά, τις οάσεις και τις πόλεις. Αυτά όλα βρίσκονται στο μπαούλο. Όπως και πολλά άλλα. Στο αυτοκίνητο μέσα δυο άτομα. Εγώ και ο Αχιλλέας. Οι πίνακες διαδεχόντουσαν ο ένας τον άλλο, ροδοκόκκινοι, κιτρινόχρωμοι, μωβ και μπλε. Μπλέκανε με τα άστρα στο ύψος του φεγγαριού γραμμές και χρώματα φανταστικά και στο τέρμα ενός δρόμου πενηνταπέντε χιλιομέτρων, θα μας… συναντούσε ένα ξενοδοχείο. Πάνω στη στροφή του δρόμου. Εδώ ακριβώς τελειώνουν οι πίνακες. Σε αυτό ακριβώς το σημείο σταματά η μαγεία.

Στις μικρές μας βαλίτσες τα χαρτιά μας, αλλαξιές με ρούχα, δυο φραντζόλες ψωμί και… ένα κοτόπουλο ψητό! Στην υποδοχή του ξενοδοχείου πήγα πρώτος. Ο υπεύθυνος με στραβοκοίταξε. Τι θέλαμε βραδιάτικα, ήταν εννιά παρά τέταρτο, στο ξενοδοχείο; Να κοιμηθούμε θέλουμε κύριε, μόνον αυτό! Αλλά πεινούσαμε τόσο!

Ηλεκτρικό ρεύμα δεν υπήρχε, κάτι σαν λουξ έδινε λίγο φως γύρω, πρόλαβα και είδα τέσσερα με πέντε άτομα που καθόντουσαν αμίλητα στον γύρω χώρο και ο υπεύθυνος μας είπε πως το δωμάτιο μας είναι στον πρώτο όροφο. Μπήκαμε μέσα. Θεοσκότεινα. Άντε να πλυθείς και να κοιμηθείς. Ο Αχιλλέας ήταν πλήρως εφοδιασμένος. Κρατούσε μικρό κλεφτοφάναρο. Ως Ηλεκτρολόγος Μηχανικός έδινε λύση! Τα είδαμε όλα! Απερίγραπτο, εδώ σε αυτό το δωμάτιο, η τελευταία καθαρίστρια δούλεψε πριν από τέσσερα χρόνια και πέντε μήνες και τα σεντόνια είχαν αλλαχθεί προ… αμνημονεύτων ετών. Νερό; Μπα, θα ήταν θαύμα εάν υπήρχε. Η τουαλέτα μύριζε μέχρι την Λευκωσία. Άστο καλύτερα, για αύριο.

  • «Βρε Αχιλλέα, πρέπει να φάμε!». Με λοξοκοίταξε και ο Αχιλλέας. Είχε δίκαιο, πώς να φάμε, πού να φάμε;

Με το κλεφτοφάναρο βγήκαμε έξω στο μικρό μπαλκόνι. Υπέροχα, υπήρχαν δυο καρέκλες και ένα μικρό τραπέζι. Βάλαμε χαρτί Α3, σκεπάσαμε το τραπέζι όσο μπορούσαμε και… γ@μώ την ατυχία μας! Κάθισαν οι μπαταρίες του κλεφτοφάναρου. Πίσσα παντού, μόνον ο δρόμος φωτιζόταν από τα αυτοκίνητα που περνούσαν ανά… τακτά χρονικά διαστήματα 60 δευτερολέπτων, περίπου. Στην στροφή ακριβώς επάνω, βρισκόταν το μπαλκόνι. Φωτιζόταν και αυτό, το κακόμοιρο!

Το κοτόπουλο έπρεπε να ήταν στη θέση του. όπως ακριβώς σε ένα από τα καλά εστιατόρια. Αλλά τώρα; Χωρίς πιάτα, μαχαίρια και πιρούνια, χωρίς νερό. Υπάρχουν πολλές εκδοχές προτιμήσεων. Άλλοι προτιμούν μπούτι, άλλοι στήθος, άλλοι έχουν αδυναμία στον λαιμό και τα συκώτια…! Εμείς τι προτιμούσαμε; Φτερούγες μήπως;

  • «Υπομονή Ηρόδοτε, μέχρι να φωτίσει το τραπέζι από τα φώτα αυτοκινήτου που θα διέρχεται, να αρπάξεις εσύ το στήθος κι εγώ το μπούτι, να ξέρουμε δηλαδή, σε περίπτωση σαλμονέλας, από τι το πάθαμε!». Τραγελαφική η κατάσταση. Ο Αχιλλέας είχε κέφια.

Τόσο ρομαντισμό πια, δεν τον περιμέναμε! Θα τον αντέχαμε; Ο φωτισμός των διερχομένων αυτοκινήτων, τα άστρα στον ουρανό, το μισό φεγγάρι που μας έβλεπε και γελούσε, οι κοριοί που βρήκαν πρόσφορο έδαφος στο σώμα μας, οι μυρωδιές που έφταναν στη μύτη μας από την τουαλέτα, δεν έχουν να ζηλέψουν από κανένα ψυχεδελικό πίνακα φτασμένου ζωγράφου. Κι εμείς τρώγαμε. Πάντως το ψωμί ήταν μια χαρά, το κοτόπουλο παραμένει μέχρι σήμερα το πιο μεγάλο ερωτηματικό. Διότι είναι άγνωστο ποιος έφαγε στήθος και ποιος μπούτι. Και κυρίως ποιος έφαγε τον… πισινό του κοτόπουλου! Κι αν ρωτήσετε πως πλυθήκαμε εκείνο το βράδυ, σας λέω μόνον πως είχαμε θέρμο με νερό στο αυτοκίνητο. Τον είχαμε μαζί μας στο δωμάτιο.

Δεν κοιμηθήκαμε εκείνο το βράδυ. Καθισμένοι στο μπαλκόνι λέγαμε ιστορίες που μόνον όσοι έζησαν την εποχή εκείνη σ’ αυτήν την χώρα μπορούν να τις καταλάβουν. Και ανέκδοτα, πολλά ανέκδοτα που ο φίλος μου Αχιλλέας Φλωρίδης ξέρει όσο κανένας άλλος!

Το πρωϊνό μας βρήκε έτοιμους για την συνέχεια. Χορτασμένοι πλέον, πήραμε τα πράγματά μας και γίναμε καπνός. Στο ξενοδοχείο αυτό δεν ξαναπήγαμε. Ήταν… κάπως μακριά!

Αφιερωμένο στον φίλο μου Αχιλλέα! Που μου το θύμισε πριν από λίγες μέρες, όταν διάβασε την ιστορία μου «Τι νύχτα κι αυτή…!». Διαβάστε την κι εσείς ξανά.

Η αληθινή αυτή ιστορία του Ηρόδοτου, κανονικά δεν έπρεπε να βγει από το μπαούλο. Όση ώρα την γράφω, μια φαγούρα με έχει πιάσει. Μήπως είναι από τους κοριούς που μας έκαναν παρέα εκείνο το βράδυ;

Τα γράφω όλα αυτά τα πολύ σοβαρά γεγονότα, με γλαφυρό τρόπο. Όχι για μένα, μα για τους νέους, τη νεότερη γενιά. Γιατί πρέπει να μάθουν πως η ζωή ποτέ δεν ήταν εύκολη. Παντού και πάντοτε δυσκολίες και αναποδιές. Όμως…

Ελάτε μαζί μου να περιδιαβούμε τον κόσμο κι ας αντιμετωπίσουμε τις αναποδιές της ζωής με ένα χαμόγελο. Το λέει ασταμάτητα… “Ο Παγκυπριώτατος”!

Ηρόδοτος Χρυσάνθου