Ηροδότου αληθινές Ιστορίες: Ο μυστηριώδης κύριος!

Ο ΠΡΟΛΟΓΟΣ

«Στη μέση του σχεδόν άδειου δωματίου, καθόταν ο μυστηριώδης κύριος με τα μαύρα και διάβαζε μια εφημερίδα. Ελληνική εφημερίδα…»

Οι καθημερινές επισκέψεις των επιβλεπόντων μηχανικών είχαν πάντα κάποιο ενδιαφέρον. Και πολλές φορές μας επεφύλασσαν τέτοιου είδους εκπλήξεις, που άλλοτε ήταν είτε αστείες, είτε μυστηριώδεις που μας έβαζαν γρίφους δύσκολους, μα στο τέλος φαινόταν πως η λύση τους ήταν εύκολη!

ΤΟ ΕΡΓΟΤΑΞΙΟ

Ένα πολύ καλά οργανωμένο εργοτάξιο είχε στηθεί σε μια από τις πιο ακριβές συνοικίες της Αθήνας. Ο σκοπός ήταν η κατασκευή ενός σύνθετου κτιρίου ιδιοκτησίας ξένης χώρας, με ωραία αρχιτεκτονική σύνθεση, καλά μελετημένου που διατηρούσε τα χαρακτηριστικά και αναδείκνυε την τεχνοτροπία των κτιρίων της χώρας αυτής. Θαυμάσια ως εδώ, πάμε παρακάτω.

Εργοταξιάρχης τότε, ήταν ο υπογράφων την αληθινή αυτή ιστορία.

ΟΙ ΕΠΙΒΛΕΠΟΝΤΕΣ

Εκτός της Ελληνικής ομάδας των μηχανικών που επέβλεπαν τις εργασίες κατασκευής, υπήρχε και η ομάδα των ξένων μηχανικών που ο ιδιοκτήτης του κτιρίου είχε διορίσει επί τόπου, ώστε όλα να ελέγχονται, να βαίνουν σύμφωνα με τον προγραμματισμό, τα σχέδια της μελέτης και σύμφωνα πάντα με την σύμβαση του έργου.

Συνολικά πέντε ξένοι, τέσσερις άνδρες και μια γυναίκα, με τον ένα άνδρα να εκτελεί χρέη μεταφραστή. Κυρίως δε, να υποβάλλουν όλοι την έκθεσή τους εκεί που έπρεπε. Αυτά γίνονται, έτσι ακριβώς εκτελούνται, με το νι και με το σίγμα. Πλήρης και αναλυτική περιγραφή. Κανένα θέμα, όλα βαίνουν καλώς.

Δεκαέξι μήνες ήταν η διάρκεια της κατασκευής, καθημερινές οι επισκέψεις τους, αλλά θυμούμαι μέχρι σήμερα την φωνή και την χροιά της, όλων των ξένων μηχανικών, εκτός του ενός! Δεν είχε μιλήσει ποτέ. Πάντα με μαύρα γυαλιά ηλίου, μαύρο κοστούμι, γκρίζο πουκάμισο, γραβάτα και… ύφος σοβαρό. Τον φοβόμουνα. Τι στο καλό ήθελε στο έργο;

Τι μου θυμίζει, τι μου θυμίζει…

ΟΙ ΕΒΔΟΜΑΔΙΑΙΕΣ ΣΥΣΚΕΨΕΙΣ

Εδώ συνέβαιναν οι τραγελαφικές ιστορίες που δεν είναι θέμα της ιστορίας μας, αφού διαρκούσαν τέσσερις ώρες, με την Ελληνική ομάδα των μηχανικών να συζητά επί τρείς ώρες και πενηνταπέντε λεπτά και την ομάδα των ξένων μηχανικών να ακούει την μετάφραση σε μερικά δευτερόλεπτα! Τα υπόλοιπα τελευταία λεπτά ήταν για ευχαριστίες και υποκλίσεις εκατέρωθεν!

Ο μυστηριώδης κύριος καθόταν πάντοτε στην ίδια γωνία του μεγάλου γραφείου των συσκέψεων. Με το τετράδιο και το στυλό.

Θαύμα θαυμάτων, ήταν όλοι ευχαριστημένοι.

Ο ΜΥΣΤΗΡΙΩΔΗΣ ΚΥΡΙΟΣ

Ποτέ δεν είχε μιλήσει, πάντα άκουγε, χωρίς εκφράσεις στο πρόσωπό του, αγέλαστος, βλοσυρός και συνήθως απόμακρος. Το τετράδιο που κρατούσε είχε γεμίσει πολλές φορές από σημειώσεις που είναι άγνωστο σε ποιο ακριβώς θέμα ήταν βασισμένες. Το τεχνικό ή το… ποιο;

Στο εργοτάξιο εγώ προσωπικά τον απέφευγα. Έχει γούστο να μου πει… «καλημέρα». Μακριά κι αγαπημένα. Αλλά η καθημερινή χειραψία ήταν επιβεβλημένη. Και με υποκλίσεις, κοβόταν η μέση μου. Μουγγοί και οι δύο!

Είχα αντιληφθεί πως, εμένα κοίταζε στις συσκέψεις πιο πολύ από τους άλλους. Αυτό μου το είπε κι ένας αγαπητός συνάδελφος, μακαρίτης πλέον, που συνήθως καθόταν στα δεξιά μου.

  • «Εσένα κοιτάζει, κάνε πως χαμογελάς!». Τι να κάνω του χαμογελούσα, αλλά τώρα που το ξανασκέφτομαι, πώς ο συνάδελφος καταλάβαινε ότι ο μυστήριος τύπος με κοίταζε μέσα από τα κατάμαυρα του γυαλιά;
  • «Βρε Τάκη, μήπως είναι αλλήθωρος;»

Κάποτε κοίταζε το ταβάνι του γραφείου σαν να σκεφτότανε. Μπα…!

Μα να μην ακουστεί ποτέ η φωνή του; Ποτέ των ποτών. Ρώτησα τον μεταφραστή διακριτικά, ήμουν… μανούλα στις δημόσιες σχέσεις.

  • «Συγνώμη, ο κύριος με τα μαύρα είναι τραγουδιστής; Κάπου τον έχω ακούσει…»

Απάντηση καθαρή δεν πήρα, μόνο που μου είπε ο μεταφραστής «σπηκ άφτερ»!

Αισθανόμουν τόσο αμήχανος! Μα να μην ξεκαθαρίσω ποιο ρόλο έπαιζε ο κύριος αυτός στο εργοτάξιο; Δεν έβρισκα απάντηση στο σιωπηρό ερώτημα μου… «συγνώμη κύριε, ποιος είστε;», αφού σκεφτόμουνα το θέμα για δεκαέξι μήνες! Και όχι τίποτε άλλο, νόμιζα πως ήμουν έξυπνος!

ΤΑ ΓΕΝΕΘΛΙΑ

Έκλεινα τα σαράντα εκείνη την ημέρα του Ιουλίου. Είχα ξεχάσει ότι έπρεπε να το γιορτάσω κάπως. Έξι και τέταρτο χαράματα, ήμουν στο εργοτάξιο. Πολύ ωραία.

Στις οκτώ και μισή ακριβώς, πέντε άτομα κατέφθασαν στο εργοτάξιο. Ήταν οι ξένοι επιβλέποντες! Αμάν, κρατούσαν μεγάλα πακέτα. Έφτασε κοντά μου ο μεταφραστής. Πίσω του έβλεπα τους υπόλοιπους. Όλους τους είδα χαμογελαστούς, εκτός απόν τον έναν.

  • «Χαρούμενα γενέθλια!», μου είπε ο μεταφραστής. «Χρόνια Πολλά!»

Στο μεγάλο τραπέζι του γραφείου έβλεπα σε λίγα λεπτά, μια μεγάλη τούρτα, γλυκά, αναψυκτικά, μια σαμπάνια και μια ανθοδέσμη! Την ευχετήρια κάρτα τους ακόμα την έχω. Και την σαμπάνια. Δεν την άνοιξα, απαγορευόταν το αλκοόλ στο εργοτάξιο! Μήπως έχει χαλάσει;

Αξέχαστη εμπειρία. Και τι ευγένεια από ανθρώπους που δεν ήξερα καλά. Μα πώς ήξεραν ότι είχα γενέθλια; Το βιογραφικό μου όμως είχε καλά μελετηθεί. Η ημερομηνία γέννησης μου ήταν ψηλά επάνω γραμμένη. Έτσι εξηγούνται όλα.

Τους ανταπέδωσα την… έκπληξη, καλώντας τους στο σπίτι μου. Και μαζί, τον μυστηριώδη κύριο… Η Βάσω είχε ετοιμάσει ένα Ελληνικό δείπνο για συνολικά 12 άτομα. Μαζί τους κι ένα αγοράκι. Η κόρη μου τσακώθηκε μαζί του, γιατί της έπαιρνε τα παιχνίδια.

Η ΛΥΣΗ ΤΟΥ ΓΡΙΦΟΥ

Ολοκληρώθηκε και παραδόθηκε το κτίριο. Όμορφο ήταν και αισθητικά θύμιζε την αρχιτεκτονική στην χώρα του ιδιοκτήτη. Μέχρι χθες ακόμα ήταν σε άριστη κατάσταση, που το είδα μετά από πολύ καιρό περνώντας από αυτή την όμορφη συνοικία της Αθήνας και θυμήθηκα την σημερινή αληθινή ιστορία του Ηρόδοτου.

Αλλά το επιδόρπιο πάντα προσφέρεται στο τέλος. Ορίστε!

Κρατούσα εκείνη την ημέρα, δύο εβδομάδες από την παράδοση του κτιρίου, στα χέρια μου μερικά χαρτιά, που μου δόθηκαν από τους επιβλέποντες μηχανικούς με παρατηρήσεις σε θέματα καλής λειτουργίας των μηχανημάτων εξαερισμού.

Κρατούσα όμως και το master key των θυρών, ώστε με τον συνάδελφο μηχανολόγο, μπαίναμε ανενόχλητοι στα δωμάτια για έλεγχο των μηχανολογικών και όχι μόνον εγκαταστάσεων.

Ανοίξαμε ένα γραφείο, ανοίξαμε δεύτερο, τρίτο, ανοίξαμε και ένα στον πρώτο όροφο. Μπήκα πρώτος μέσα. Ξαφνιάστηκα!

Στη μέση του σχεδόν άδειου δωματίου, καθόταν ο μυστηριώδης κύριος με τα μαύρα και διάβαζε μια εφημερίδα. Ελληνική εφημερίδα…, την Ελευθεροτυπία. Αλλά τώρα δεν φορούσε γυαλιά.

Υποκλίθηκα και βγήκα έξω. Δεν θυμούμαι αν ζήτησα συγνώμη. Εξ άλλου δεν θα με καταλάβαινε. Ήξερε… Ελληνικά; Όχι.

Ηρόδοτος Χρυσάνθου