Ηροδότου αληθινές Ιστορίες: Κόρη… Μηλιά!

Πάντα υπάρχει ένας λόγος για να υμνήσεις ή να τραγουδήσεις για μια μηλιά. Είτε γιατί τα μήλα που βγάζει και μας δίνει είναι τόσο νόστιμα, είτε γιατί το δέντρο αυτό είναι τόσο όμορφο όταν είναι φορτωμένο με τους καρπούς του, που δεν σου αφήνει κανένα άλλο περιθώριο παρά να αναφωνήσεις «μπράβο μηλιά μου»!

Ο Ντίνος είναι από τους ανθρώπους που έζησε και μεγάλωσε σε ένα πολύ όμορφο χωριό της Κύπρου, τον Αγρό. Πλούσιο σε ιστορία το χωριό του Ντίνου, με ακόμα πιο πλούσια φυσική ομορφιά στις οροσειρές του Τροόδους, με νερό από καθαρές πηγές αλλά και τόσα πολλά άλλα όπως είναι τα τριαντάφυλλα που μυρίζουν από δέκα χιλιόμετρα μακριά! Ο Αγρός όμως έχει και μηλιές! Αυτά τα δέντρα που μας δίνουν ένα φρούτο που είναι αδύνατον να μην υπάρχει σε κάθε σπίτι, σε κάθε τραπέζι, σε όλες τις εκδηλώσεις…! Αφού ένα μήλο την ημέρα κάνει τον γιατρό πιο πέρα.

Αυτό το δέντρο αγάπησε ο Ντίνος και αυτό ακριβώς μου δίνει την αφορμή να γράψω για να μαθευτεί ένας έρωτας, αυτός του Ντίνου και της Μηλιάς.

Στην Πολωνική πόλη Gliwice βρεθήκαμε μια παρέα Ελλήνων Μηχανικών και τεχνικών για την Αναπαλαίωση, Ανακατασκευή και Μεταμόρφωση ενός παμπάλαιου ανθρακωρυχείου σε Πανεπιστημιακό και Επιχειρησιακό χώρο. Ιστορίες αληθινές για αυτό το ΚΑΤΑΠΛΗΚΤΙΚΟ έργο θα βρείτε πολλές στην Ιστοσελίδα μου. Τώρα όμως έχει προτεραιότητα κάτι διαφορετικό, η Μηλιά.

Ο Ντίνος ήταν ο πιο συχνός επισκέπτης κατά την διάρκεια της κατασκευής του έργου. Το αντικείμενό του πάντα ουσιαστικό και ενδιαφέρον, σίγουρα και αναγκαίο για την επιτυχημένη πορεία αλλά και ολοκλήρωση του έργου. Και εδώ ακριβώς εκφράζω τον θαυμασμό μου για την άρτια επιστημονική και επαγγελματική κατάρτιση ενός συναδέλφου που στάθηκε μέχρι το τέλος δίπλα μου. Μέχρι να πετύχουμε. Και υποκλίνομαι!

Για να γίνεις ένας καλός επαγγελματίας, πρέπει να είσαι πάνω απ’ όλα καλός άνθρωπος. Και ο Ντίνος είναι και τα δύο. Αυτό να το ξέρουν οι νεότεροι γιατί κυρίως αυτοί καβαλούν το καλάμι και στο τέλος… πάντα φταίνε οι άλλοι. Είχαμε μάθει το έργο και τις λεπτομέρειες του απ’ έξω κι ανακατωτά! Τα παλιά ντουβάρια, τα γερασμένα δομικά στοιχεία των κτιρίων, οι παμπάλαιες πόρτες του ανθρακωρυχείου, οι εξωτερικοί του χώροι, τα σημεία συγκέντρωσης των ανθρακωρύχων και κάμποσα άλλα, μας «μιλούσαν» καθημερινά, μας έλεγαν τις δικές τους ιστορίες από όσα «είδαν και έζησαν» και για όσα καλά ή κακά πέρασαν στο πέρασμα ενός αιώνα που ήταν ίσως ο κρισιμότερος στην ιστορία της Ευρώπης. Η αληθινή μου ιστορία διαδραματίστηκε το 2007. Το ανθρακωρυχείο κατασκευάστηκε το 1907. Κάνετε την αφαίρεση. Εκατό ακριβώς. Το 1940 μέχρι το 1945 η μηλιά ήταν περίπου 10 – 12 χρονών.

Φτάναμε στα μέσα της διαδρομής. Το δύσκολο αυτό έργο με τις συνεχείς εκπλήξεις του μας κρατούσε πάντα σε κατάσταση ετοιμότητας. Τα μάτια μας ανοιχτά, να βλέπουμε, να μαθαίνουμε, να προχωρούμε με ασφάλεια, να δημιουργούμε. Ο στόχος είχε όνομα. Επιτυχία! Να τα καταφέρουμε. Πολλές, άπειρες φορές μέσα στο ανυπόφορο κρύο, στα χιόνια και στον πάγο περπατούσαμε στα 162 στρέμματα της γης για να καθαρίσει το κεφάλι. Τα προβλήματα ήταν πολλά. Και χρειαζόταν καθαρό μυαλό. Και ο Ντίνος αυτό έκανε. Μάζευε τα κομμάτια ενός παζλ που ήταν χαμένα και κρυμμένα εδώ κι εκεί, κάθε φορά που ήταν στο εργοτάξιο. Και προσπαθούσαμε να σχηματίσουμε την εικόνα. Ένα κομμάτι του έκανε ξεχωριστή εντύπωση. Η Μηλιά.

Την ερωτεύτηκε ο Ντίνος. Μοναχή της την συνάντησε μια μέρα, το κρύο ήταν αβάσταχτο, η βροχή την είχε κάνει παπί και ο Ντίνος κοντοστάθηκε. Πήγε κοντά της. Η Μηλιά δεν μιλούσε. Δεν έβγαζε… μιλιά. Το βλέμμα του φίλου του Ντίνου καρφώθηκε πάνω της, το βλέμμα της Μηλιάς όμως φανέρωνε μια ζωή που χάθηκε, με γκριζόασπρα τα μαλλιά, με γερασμένο κορμί, χωρίς ανάσα και χωρίς ψυχή. Μια Μηλιά χωρίς ρούχα που έτρεμε ολόκληρη κάθε φορά που ο κρύος αέρας διαπερνούσε το σώμα της. Ήταν για λύπηση. Ήθελε προστασία. Σε λίγο θα πέθαινε. Ήταν οι τελευταίες της μέρες.

Στα 162 στρέμματα της γης, ήρθε ο καιρός που θα γινόταν δενδροφύτευση με συγκεκριμένα φυτά, που θα άντεχαν όλες τις συνήθως δυσμενείς καιρικές συνθήκες της περιοχής στην επαρχία της Σιλεσίας. Μα ήταν όμως απαραίτητο να προηγηθεί κοπή όλων των άχρηστων και ξεραμένων δέντρων. Ήταν η σειρά της Μηλιάς.

Πόσες άραγε ιστορίες θα μας έλεγε η Μηλιά, αν μπορούσε να μιλήσει; Τι θα είδαν τα μάτια της και τι θα έζησε στα 70 περίπου χρόνια που στεκόταν εκεί; Πόσα ζουμερά κόκκινα μήλα έδωσε σαν προσφορά προς τον άνθρωπο, γεμάτα γεύση και βιταμίνες; Και τώρα έπρεπε να αποκεφαλιστεί. Ε, όχι! Αυτό το δέντρο θα μείνει εκεί.

Ένα ερώτημα έβγαινε κάθε φορά από τα χείλη του Ντίνου, που καθόταν δίπλα της μαθαίνοντας από τις σιωπηρές αφηγήσεις της Μηλιάς ποιοι και πόσοι έκοψαν μήλα από τα κλαδιά της, πόσοι της έκλεψαν κάτι από την ομορφιά της, πόσοι ρούφηξαν την ξεχωριστή της γεύση. Ανθρακωρύχοι που ζητούσαν να ξεκουραστούν δίπλα της, εργάτες που θαύμαζαν την εξαίσια κορμοστασιά της, στρατιώτες των δυνάμεων του άξονα που στρατοπέδευσαν γύρω της στον β’ παγκόσμιο πόλεμο, ελευθερώτριες δυνάμεις που έδιωξαν τα Ναζιστικά στρατεύματα το 1945. Μα και πόσες ιστορίες όταν ερωτευμένα ζευγάρια έδιναν όρκους αγάπης, στο πράσινο περιβάλλον της! Αυτά όλα ρωτούσε ο Ντίνος μα απάντηση δεν έπαιρνε. Το θέμα ήταν σοβαρό.

Η επιστολή που παραλάβαμε στο γραφείο μου ήταν αυστηρή. Η Μηλιά έπρεπε να κοπεί αμέσως, ήταν εντολή ξεκάθαρη και οποιαδήποτε περαιτέρω καθυστέρηση στην υλοποίηση της εντολής που ομολογουμένως ήταν πλήρως τεκμηριωμένη για τους λόγους του αναγκαστικού αποκεφαλισμού, θα είχε επιπτώσεις! Εμείς δεν κόβαμε την Μηλιά. Είχαμε λόγους. Αυτό το δένδρο έπρεπε να στέκεται εκεί, σαν ένα μνημείο που να θυμίζει στα επόμενα χρόνια, όλα αυτά που είπαμε πιο πάνω. Έστω και στην άθλια κατάσταση που ήταν τώρα. Άψυχη.  Και βρήκαμε σύμμαχο τον γείτονα που έμενε στο σπίτι που βρισκόταν ακριβώς πίσω της! Φώναζε και αυτός να μην κοπεί η Μηλιά…

Άρχισε μια περίεργη αντιδικία, η άρνηση στην κοπή της Μηλιάς κόντευε να γίνει συμβατικός λόγος επιβολής προστίμου μα εμείς σεβόμασταν τον… έρωτα του Ντίνου. Η αγαπημένη του Μηλιά, που του θύμιζε ίσως απαγορευμένους έρωτες στο όμορφο χωριό του, τον Αγρό στην Πιτσιλιά της Κύπρου. Για κάποια… όμορφη Μηλιά που δεν… «έκαμνε καϊρέττι» για τα «λαούτα τζιαι τα φκιολιά» κάποιου γάμου κάπου και κάποτε!

Ένα Σάββατο του Νοεμβρίου του έτους 2007, η Μηλιά έφυγε. Δεν μάθαμε ποτέ τον δολοφόνο της. Καλύτερα ίσως, αλλά κρατούμε μέχρι σήμερα την φωτογραφία της, αυτή που παραθέτω στο κείμενο που όσο την κοιτάζω, πάλι είναι αμίλητη και μονάχη στα ανθισμένα καταπράσινα δέντρα, σαν να μου λέει… «τα χαιρετίσματά μου στον Ντίνο»!

Μα ακούω και μια φωνή από το Μπέρμιγχαμ, χαρούμενη και νοσταλγική, σαν ένα σπουδαίο Κυπριακό τραγούδι, να φτάνει μέχρι εκεί στο Gliwice:

  • «Κόρη… Μηλιά, κόρη… Μηλιά»!

Παρεμπιπτόντως, εάν έχετε χρόνο ελάτε να σας τρατάρουμε ένα γλυκό. Γλυκό Μήλο!

Ντίνος & Jacky – Βάσω & Ηρόδοτος: Σε πρόσφατη επίσκεψη στην Πολωνία

Ηρόδοτος Χρυσάνθου