Ηροδότου αληθινές Ιστορίες: Η ποινή…!

Ο Ιούλιος του 1978 ήταν πολύ ζεστός, πολύ πιο ζεστός από αυτόν που έχουμε τα καλοκαίρια με τους καύσωνες στην Κύπρο και στην Ελλάδα. Οδηγούσα το αυτοκίνητο που μου παρείχε η εταιρεία που εργαζόμουν στην Τρίπολη της Λιβύης. Ένα Renault 12, σε χρώμα κίτρινο που είχε μεν τα μαύρα του τα χάλια, αλλά την δουλειά μας την κάναμε. Χωρίς κλιματισμό, λειτουργούσε όμως ο ανεμιστήρας του που έβαζε αέρα που περνούσε από την μηχανή του αυτοκινήτου, που ήταν όμως πιο ζεστός από τον αέρα της ατμόσφαιρας. Ραδιοκασετόφωνο ευτυχώς είχε, αλλά το κασετόφωνο του ήταν χαλασμένο. Μασούσε την ταινία της κασέτας. Άκουγα αυτά που έλεγε το ράδιο, αλλά… Αραβικά δεν ήξερα.

Τα καθίσματά του είχαν τόσες πολλές τρύπες που ένα σουρωτήρι θα ήταν φτωχό μπροστά του. Φαινόντουσαν και τα μεταλλικά ελατήρια (οι σούστες) αλλά και τα μισοφαγωμένα σφουγγάρια του. Κατά τα άλλα, τα υπόλοιπα ήταν μια χαρά! Θηρίο η μηχανή του. Υπήρχαν και οι ζώνες ασφαλείας, υπήρχαν τα καθρεφτάκια δεξιά και αριστερά τα πάντα όλα. Ευχαριστημένος ήμουν. Είχα βάλει μαξιλαράκι στα καθίσματα του οδηγού και συνοδηγού, μην πάθουμε καμιά ζημιά από τα ελατήρια…!

Στις δεκατρείς Μαρτίου του 1978, είχα πάει για πρώτη φορά στην Λιβύη. Ήδη βρισκόμουν στην χώρα αυτή της Βόρειας Αφρικής σχεδόν τέσσερις μήνες.

Ήταν Δευτέρα 10 Ιουλίου κι εγώ βρισκόμουν από το πρωί σε εργοτάξιο της εταιρείας στην περιοχή του Πανεπιστημίου της Τρίπολης, η ώρα ήταν μία και μισή το μεσημέρι και κατευθυνόμουν στο σπίτι μου για το μεσημεριανό φαγητό. Η γυναίκα μου με περίμενε.

Είχα να διανύσω ακόμα μια απόσταση οκτώ χιλιομέτρων για να φτάσω στο κάμπο της εταιρείας και είχα σχεδόν λιώσει σαν κερί μέσα στο αυτοκίνητο από την ζέστη. Τα παράθυρα του ήταν βέβαια ανοιχτά, μα η ζέστη ανυπόφορη. Άντεχα όμως, ήταν επιβεβλημένο να μην είσαι μίζερος. Όταν δεν μπορείς να αποφύγεις τον… βιασμό, κάθεσαι και τον απολαμβάνεις. Δεν θέλω να ακούω αντίθετες απόψεις.

Στα δεξιά όπως οδηγούσα, εκείνου του δρόμου έβλεπα μια εκκλησία που απ’ ότι είχα μάθει ήταν για τους Κόπτες, αλλά ποτέ δεν την επισκέφθηκα. Αραιά και που ήταν και δυο τρία αυτοκίνητα σταθμευμένα και έβλεπα μερικούς ανθρώπους εκεί. Ήταν κάπως γραφικό το μέρος, μερικά δέντρα μπροστά που πρόσφεραν σκιά, που έφταναν μέχρι την άσφαλτο και φαντάζομαι πως ήταν ακριβώς αυτός ο λόγος που ένας αστυνομικός κάτω από την σκιά του δέντρου, μου έκαμε σήμα να σταματήσω. Σταμάτησα, δεν είχα κάμει όμως, έτσι πίστευα, καμιά παράβαση.

  • Σαλάμ αλέκομ…, αλλά ως εδώ τίποτε άλλο.

Είπαμε πως τέσσερις μήνες βρισκόμουν στην αραβική αυτή χώρα που δεν ήταν αρκετοί να μάθω ξένη γλώσσα.

Ο αστυνομικός έκαμε ένα γύρο του αυτοκινήτου, έκαμε ακόμα ένα κι εγώ καθισμένος περίμενα περίεργος την συνέχεια. Ρε, τι γίνεται! Από ακτινογραφία με περνούσε.

Πήρε το μπλοκάκι του κι άρχισε να γράφει. Μου έκανε νόημα να κατέβω. Ήταν ευγενής. Μου έδωσε να καταλάβω πως ήθελε και τα κλειδιά του αυτοκινήτου. Ήταν φανερό σε ποια εταιρεία δούλευα, από το κιτρινόμαυρο αυτοκόλλητο που υπήρχε στην πόρτα. Κατέβηκα του έδωσα και τα κλειδιά. Πήρα και το χαρτί που μου έδωσε και μπήκε στο αυτοκίνητο, το οδήγησε μέχρι την άκρη του δρόμου και μου είπε «φύγε». Πού να πάω; Ζήτησα τα κλειδιά, παραλίγο να μου ορμήσει. Τι γίνεται τώρα; Ευτυχώς που κρατούσα την ταυτότητα μου αλλά μου πήρε το δίπλωμα οδήγησης.

Δεν σκεφτόμουν το περπάτημα, είχα όμως μια ανησυχία γιατί με περίμενε η γυναίκα μου. Φυσικά και δεν χρειάζεται να αναφέρω πως δεν υπήρχαν… κινητά τηλέφωνα τότε, αλλά ούτε και σταθερά. Η ζέστη δεν με πείραζε, θα έκανα ηλιοθεραπεία κιόλας.

Αυτοκίνητα περνούσαν πολλά, αλλά δεν τολμούσα να κάμω ωτοστόπ. Ποιος θα με έβαζε μέσα; Άρχισα σιγά σιγά να περπατώ για το σπίτι μου ρίχνοντας ματιές πίσω μου για το αυτοκίνητό μου. Τι γράφει όμως το χαρτί που μου έδωσε ο αστυνομικός; Μυστήριο. Όπως μυστήριο έμεινε και τι απέγιναν οι δύο φραντζόλες ψωμί που τις είχα αγοράσει πριν από λίγο και τις ξέχασα στο αυτοκίνητο. Εν τω μεταξύ πεινούσα. Κι εγώ περπατούσα χωρίς καπελάκι, χωρίς νερό. Η θερμοκρασία πρέπει να είχε ξεπεράσει τους σαράντα βαθμούς. Σιγά τον πολυέλαιο. Το πρόβλημα ήταν αλλού.

Τρεις και είκοσι έφτασα στον κάμπο της εταιρείας. Η γυναίκα μου δεν πήρε τις απαντήσεις των ερωτήσεών της. Αφού ούτε εγώ μπορούσα να απαντήσω. Κάτσε να δούμε τι έγραψε στο χαρτί ο αστυνομικός της τροχαίας.

Έφαγα βιαστικά και έτρεξα να βρω τον άνθρωπο της εταιρείας για να μεταφράσει. Έβαλα τον Σταυρό μου.

  • Κύριε Χρίστο, σοβαρολογείς;

Η αναφορά του τροχονόμου ήταν… σαφής. Με κατήγγειλε γιατί φορούσα την ζώνη ασφαλείας του οδηγού, σοβαρή ένδειξη πως είχα πρόθεση να τρέξω. Υπέρβαση ταχύτητας. Ως εκ τούτου κατάσχεται το αυτοκίνητο που ήταν μέσο πρόκλησης δυστυχήματος, καταγγέλλεται ο οδηγός του και θα οδηγηθεί στο δικαστήριο για την ποινή. Κύριε Ελέησον!

Μου επέβαλε ποινή το δικαστήριο. Σαρανταένα γρόσια την ημέρα για σαράντα μέρες. Το αυτοκίνητο οδηγήθηκε σε μάντρα της αστυνομίας δεκάδες χιλιόμετρα μακριά, μέχρι να το βρούμε είδαμε και πάθαμε. Το δίπλωμα οδήγησης δεν ανευρέθηκε. Έβγαλα καινούργιο καλύτερο, γιατί η φωτογραφία στο προηγούμενο με έδειχνε λίγο σκούρο…

Γράφω σήμερα την ιστορία αυτή, μετά από τόσα χρόνια, για να μάθουν αυτοί που πρέπει να μάθουν πως, η ζωή ποτέ δεν ήταν εύκολη. Αντίθετα ήταν πάρα πολύ δύσκολη. Αλλά ήταν σκέτη… απόλαυση! Προσωπικά εγώ, ευχαριστώ τον Θεό που μετά από ένα μεγάλο ταξίδι, κατέβηκα από το αυτοκίνητο γερός και υγιής, με το πνεύμα και το σώμα σε πλήρη δράση και είμαι εδώ μαζί σας για να θυμόμαστε. Να γελούμε ή να κλαίμε! Εύχομαι όλα τα παιδιά και τα εγγόνια όσων βρέθηκαν στο «κίτρινο Renault 12», τότε στην Τρίπολη της Λιβύης, να πιστέψουν και να μην παραβλέψουν αυτήν την ας πούμε εύθυμη αλλά αληθινή ιστορία του Ηρόδοτου. Γιατί το οδοιπορικό μας ταξίδι έχει πολλές δυσκολίες που όμως, σαν τον Γολγοθά με την Πίστη μας θα οδηγήσει στην Ανάσταση.

Ηρόδοτος Χρυσάνθου