Ηροδότου Ιστορίες: Νυχτολούλουδο…!

Περνούσα συχνά από αυτόν τον στενό δρόμο, μα σχεδόν πάντα ήμουν στο αυτοκίνητο, έτσι δεν έδινα σημασία στις εικόνες της γειτονιάς, στα δένδρα των πεζοδρομίων, στις μικρές αυλές και στους κήπους των ακάλυπτων χώρων των πολυκατοικιών, στα μικρά μαγαζάκια που μπορεί να υπήρχαν, μπορεί και όχι, αφού θα ήταν κρυμμένα στα ανήλια ισόγεια, πουλώντας είδη των παλιών παντοπωλείων, φτωχικά μπακάλικα που στην είσοδό τους σου ερχόταν η μυρωδιά της ρέγγας από τα ξύλινα κιβώτια και του παστού μπακαλιάρου. Περνούσαν γρήγορα από τα μάτια μου όλα όσα θα ήθελα να τα έβλεπα και να τα μελετούσα ξανά, μα στο αυτοκίνητο αυτά όλα ήταν δύσκολο να τα αποτυπώσω και σαν μια παλιά φωτογραφία να τα βάλω πάνω στο τραπέζι να τα βλέπω και να θυμάμαι. Τι να θυμάμαι όμως;

Ένα δρόμο, που στα φοιτητικά μου χρόνια με ήξερε και τον ήξερα καλά, αφού εκεί γύρω ήταν μαζεμένοι οι παλιοί συμφοιτητές και φίλοι, που με τους γείτονες λέγαμε φωναχτά μια «καλημέρα» και κουβεντιάζαμε για τα πάντα, τα κοινόχρηστα που ήταν πάλι αυξημένα, την καθαριότητα της πολυκατοικίας που ήθελε μεγάλη προσπάθεια να την πετύχουμε, την φασαρία που κάναμε στα πάρτι, εκείνα τα περίεργα φοιτητικά μαζέματα, που πίναμε την ρετσίνα σαν νερό και κάποτε και Βερμούτ, που ήταν κάτι μεταξύ ουίσκι και χαλασμένου χυμού ή κάτι μεταξύ χυμού και χαλασμένου ουίσκι…! Ένα δρόμο χωρίς αυτοκίνητα, άδειο από σίδερα μα γεμάτο με ανθρώπους, απλούς και ευκολομίλητους, που άφηναν τις πόρτες των διαμερισμάτων τους ανοικτές, γιατί δεν υπήρχαν ληστές!

Βράδυ σ’ αυτή την γειτονιά, βγαίναμε οι φίλοι για σουβλάκι στου Μεμά, με παγωμένη μπύρα και πολλή κουβέντα, που σίγουρα θα νανούριζε τους γύρω ενοίκους των διαμερισμάτων που είχαν ανοικτά τα παράθυρα από την ζέστη. Το βλέμμα έφτανε μέχρι χαμηλά κάτω στο κέντρο της Αθήνας, ο Λυκαβηττός δέσποζε στον ορίζοντα και χωρίς εμπόδια το μάτι ξετρύπωνε νυχτιάτικα τις ανθρώπινες φιγούρες που περπατούσαν στην κεντρική λεωφόρο, για μια βόλτα, για ένα καφέ και ένα γλυκό στα λίγα καφενεία και ζαχαροπλαστεία, του τότε!

Συνήθως φυσούσε ένα ελαφρύ αεράκι κι όταν βγαίναμε έξω καλοκαιριάτικα, μια ζακέτα την ήθελες για καλό και για κακό! Αλλά πάντοτε, βγαίνοντας από το διαμέρισμα της πολυκατοικίας, μια μυρωδιά απροσδιόριστης προέλευσης μεθούσε την ατμόσφαιρα και όλο λέγαμε… «μα τι είναι αυτό το λουλούδι;» και αδικαιολόγητα προσπερνούσαμε την ερώτηση, που έμενε χωρίς απάντηση. Ήταν μια μυρωδιά που ξεχυνόταν από ένα λουλούδι και επειδή ήταν νύχτα…, ήταν νυχτολούλουδο!

Ονειρεμένη εκείνη η μυρωδιά, έμεινε στην δική μου μνήμη μα και στην μνήμη των κατοίκων, ήταν μυρωδιά που την… άκουγες, που την γευόσουν, την άγγιζες κιόλας όταν μέσα στη νύχτα την έβλεπες να περπατά και να απλώνεται στον δρόμο, σιγοτραγουδώντας τραγούδια του Χατζηδάκη και του Θεοδωράκη!

Τα χρόνια όμως πέρασαν, οι φίλοι και οι συμφοιτητές πήραμε ο καθένας τον δικό του δρόμο, άλλοι χάθηκαν, άλλοι μαζευόμαστε καμιά φορά και τα λέμε,  θυμόμαστε το ποδοσφαιράκι που παίζαμε μετά τα μαθήματα στο Πολυτεχνείο, που ο καλύτερος παίκτης ήταν ο… «Τσανλάϊτερ» και για «τα Έξι αδέλφια», το υπόγειο εστιατόριο της γειτονιάς, που εκεί τρώγαμε κάτι για να μην μείνουμε νηστικοί, αφού η μελέτη απαιτούσε και λίγο φαγητό, κυρίως πλατάρια γιατί ήταν πιο φτηνά…!

Πέρυσι τον Σεπτέμβριο (2019), πήρα τα πόδια μου και πέρασα από αυτόν τον δρόμο. Η γειτονιά άλλαξε πρόσωπο, ο δρόμος στένεψε από τα αυτοκίνητα που σταθμεύουν δεξιά και αριστερά, πάνω στα πεζοδρόμια μαζί με τα δένδρα και τις μηχανές, τα μαγαζάκια δεν υπάρχουν, το σουβλάκι του Μεμά είναι πλέον ανάμνηση, ο Λυκαβηττός κι αν φαίνεται, μοιάζει περισσότερο σαν την κορυφή ενός κακά στολισμένου Χριστουγεννιάτικου δένδρου, έχοντας σαν στολίδια χιλιάδες αυτοκίνητα και φωτισμένες ταμπέλες καταστημάτων, οι ανθρώπινες φιγούρες προσπαθούν φοβισμένα να πάνε κάπου, σαν φυγάδες φυλακής που τους κυνηγά η αστυνομία.

Όλα μεταλλάχτηκαν, η γειτονιά που ήξερα και με ήξερε δεν υπάρχει. Περπατούσα σκεπτόμενος  αυτά που τελικά γράφω, ώσπου…

Μια μυρωδιά μου έκλεισε τα ρουθούνια, την άκουσα να μου τραγουδά στα αυτιά τραγούδια του Χατζηδάκη και του Θεοδωράκη και ένιωσα την γλώσσα να την γεύεται και το σώμα να την  αγγίζει σαν ένα όνειρο που ξαναζωντάνεψε πάλι μετά από σαρανταδύο χρόνια! Εκείνη η μυρωδιά από το νυχτολούλουδο περπάτησε μαζί μου και μιλήσαμε για το χθες που έφυγε, πήγαμε στο σουβλατζίδικο του Μεμά και κοιτάξαμε κάτω την Αθήνα! Ο Λυκαβηττός φωτισμένος, τα χιλιάδες παρκαρισμένα αυτοκίνητα, το δροσερό αεράκι που κατέβαινε από τον Υμηττό, κατεβήκαμε τα σκαλιά του μαγειρείου «τα Έξι αδέλφια» με την ξύλινη ταμπέλα, το ποδοσφαιράκι όμως πιο κάτω αράχνιασε και ο… Τσανλάϊτερ, ποιος ξέρει που βρίσκεται!

Το Νυχτολούλουδο ακόμα είναι εκεί στην οδό Κουσίδου, κάπου κρυμμένο σε μια αυλή που γλύτωσε την μετάλλαξη. Ζωντανό και παιχνιδιάρικο, τρέχει από την μια άκρη του δρόμου στην άλλη και βομβαρδίζει τις αισθήσεις όπως τότε!

Το «Νυχτολούλουδο…!» αφιερώνεται στους παλιούς φίλους και συμφοιτητές, που ζήσαμε στην γειτονιά του Νέου Τέρματος στου Ζωγράφου την δεκαετία του εβδομήντα. Στον Ανδρέα, στον Σοφοκλή, στον Παναγιώτη, στον Δώρο, στο Παμπούϊ, στον Γιαννίκκουρο, στον Νεόφυτο, στον Στέλιο, στον Στρατηγό, στον Στέλιο τον Μπουλ, στον Σάκη τον γιατρό, στον Χαμπή (ή… δόκτορα Χαμπς), στον Χρίστο, στον Ντίνο και στον Νίκο τον αρσιβαρίστα, μα και σε όλους τους άλλους που μυρίστηκαν έστω για λίγο εκείνη την φανταστική μυρωδιά του Νυχτολούλουδου κάποιο βράδυ καλοκαιριάτικο!

Ηρόδοτος Χρυσάνθου

Μερικοί από τους τότε, ο Δώρος,  ο Παναγιώτης,  ο Ανδρέας,  ο Σοφοκλής κι εγώ, τον Ιούλιο του 2020 στο Ζύγι.