Ηροδότου αληθινές Ιστορίες: Διαίσθηση!

Όταν ο χρόνος περνούσε τότε και η πίεση που νοιώθαμε ήταν ασφυκτική. Αφού πολλές ήταν οι εκπλήξεις που μας επεφύλαξε μέχρι εκείνη την ημέρα η ανακατασκευή και αναπαλαίωση του παλαιού ανθρακωρυχείου. Οι πάρα πολλές εκπλήξεις, μας άφηναν με το στόμα ανοιχτό για πολλές μέρες. Μέχρι να συνέλθουμε, να σκεφτούμε πώς θα αντιδράσουμε, ο χρόνος χανόταν, αλλά ενδόμυχα υπήρχε η αισιοδοξία, η πίστη και η ελπίδα πως θα τα καταφέρναμε. Ήταν όμως θέμα ικανοτήτων και μόνο; Ας δούμε την συνέχεια!

Το παλιό ανθρακωρυχείο είχε κτιστεί το 1907 με σχέδια Γερμανών Αρχιτεκτόνων και Μηχανικών και όπως περιέγραψα σε άλλες Ηροδότου αληθινές Ιστορίες, το 2005 ο Δήμος της Πολωνικής πόλης Gliwice ανέθεσε μετά από διεθνή διαγωνισμό την ανακατασκευή, αναπαλαίωση και μετασχηματισμό της περιοχής σε Πανεπιστημιακό και Επιχειρησιακό Κέντρο στην κατασκευαστική Εταιρεία που εργαζόμουν. Το ανθρακωρυχείο είχε σταματήσει να λειτουργεί το 2000, λόγω των γνωστών νομοθεσιών και αποφάσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης για περιβαλλοντολογικούς λόγους. Ήρθε τώρα η στιγμή της μεταποίησης του. Μια δύσκολη δουλειά που ήθελε γνώσεις, αντοχή, υπομονή και επιμονή. Και προπαντός πίστη πως θα φτάναμε με επιτυχία στο τέρμα. Από όλους όσους ήταν επί τόπου του έργου.

Στο ένα από τα τέσσερα κτίρια, αυτό με τον πύργο στο κέντρο, ήταν προγραμματισμένη η κατασκευή τριών αμφιθεάτρων για εκπαιδευτικούς κυρίως λόγους των φοιτητών. Υπήρχε όμως μια μεγάλη αμφιβολία ως προς την στατική ικανότητα του υπάρχοντος φορέα, να αντέξει δηλαδή το βάρος των αμφιθεάτρων. Εκτός από τις διαρκείς τεχνικές μελέτες έπρεπε να γίνει προσεκτικός έλεγχος, δοκιμαστική εφαρμογή τάσεων και πιέσεων σε επιλεγμένους φορείς, αλλά και σε συγκεκριμένα δομικά στοιχεία του παλαιού φέροντος οργανισμού του κτιρίου που είχαν εμπλοκή σε μια σύμμικτη νέα κατασκευή, αφού «παντρεύαμε» την παλιά τεχνολογία με την σύγχρονη, ώστε η οποιαδήποτε συνέχιση της κατασκευής να εκτελείται με ασφάλεια όχι μόνον για τους εργαζομένους στο έργο, αλλά και για τους μελλοντικούς επισκέπτες και χρήστες του κτιρίου. Ήταν ένα ιδανικό τεστ ικανοτήτων, τεχνικής και επιστημονικής κατάρτισης. Ακριβώς εδώ θα κρινόταν η επιτυχία ή η αποτυχία αυτού του πολύ δύσκολου έργου. Ήταν καθαρά όμως και θέμα εμπειρίας. Αυτήν ακριβώς που δεν προσφέρει το χαρτί του Πανεπιστημίου, αλλά η διαρκής τριβή με το εργοτάξιο.

Είχαμε πλέον φτάσει στο κρίσιμο χρονικό σημείο, δηλαδή στην υλοποίηση της  αρχιτεκτονικής και στατικής μελέτης που όμως σε κανένα μέλος της εργοταξιακής μας ομάδας δεν προσέφερε σιγουριά, για τους λόγους που αναφέρθηκαν πιο πάνω. Το κτίριο των 100 ετών, χωρίς οπλισμένους με σίδερο και σκυρόδεμα φορείς, αν και είχε πλήρως και λεπτομερώς ελεγχθεί και ενισχυθεί σε εκείνο το γεωγραφικό τμήμα του, μήπως ήθελε ακόμα επιπρόσθετη φροντίδα; Επιπρόσθετη στήριξη και ενίσχυση; Χωρίς να αλλοιωθεί ο χαρακτήρας του Αρχιτεκτονικά για διαφύλαξη της εικόνας του για Πολιτιστικούς και αισθητικούς λόγους.

Οποιαδήποτε εργασία πέραν της προβλεπόμενης, θα κατέστρεφε το σφικτό κατασκευαστικό χρονοδιάγραμμα και θα εκτόξευε την ημερομηνία ολοκλήρωσης του συνολικού έργου σε ημερομηνία τέτοια που θα ήταν καταστροφική, για πολλούς και διάφορους λόγους. Όμως στο βάθος του μυαλού μας προείχε η ασφάλεια και η υγεία των εργαζομένων.

Δεν είχαμε ενδείξεις ανησυχητικές. Δεν είχαμε κάποιο στοιχείο που να το βλέπαμε σαν τροχοπέδη στην εφαρμογή των κατασκευαστικών έργων στο σημείο αυτό. Το βράδυ καθίσαμε στο γραφείο μου, οι μηχανικοί και οι εργοδηγοί συζητώντας όπως κάθε φορά τις λεπτομέρειες και τον προγραμματισμό για την έναρξη μιας νέας δραστηριότητας. Η νύχτα ήταν γλυκιά, το κρύο ήπιο και η ατμόσφαιρα στο εργοτάξιο ήταν μάλλον αισιόδοξη. Περίεργο όμως, γιατί εμένα τα χείλη μου ήταν σφιγμένα; Αύριο αρχίζουμε.

Έφυγαν όλοι από το γραφείο. Έμεινα μόνος στο γραφείο με την ομάδα φύλαξης του εργοταξίου να απορεί για ακόμα μια φορά που με έβλεπε να μένω εκεί περασμένα μεσάνυχτα. Βγήκα για μια βόλτα έξω και κοίταζα τα ημιτελή, εντυπωσιακά σε μέγεθος και όγκο κτίρια. Χαώδης η κατάσταση.

  • «Βρε παιδιά, πότε θα τελειώσουμε…;» Το βασανιστικό μου ερώτημα.

Μα εκείνο το βράδυ ήμουν αιχμάλωτος με την διαίσθηση μου. Πως έπρεπε να είμαι εκεί! Και αυτή η διαίσθηση δεν έλεγε να με αφήσει… Κάτι με βασάνιζε.

Κοίταζα το κτίριο με τον πύργο. Το λιγοστό φως ασφαλείας των εργοταξιακών προβολέων σχημάτιζε σκιές παράξενες, εικόνες μιας εποχής που έφυγε, άκουγα τα τραίνα να έρχονται και να σκίζουν την ομίχλη, να σταματούν μπροστά στον μικρό σταθμό τραίνων και ύστερα να φεύγουν, τα βουητά από τις φωνές των εργατών του παλαιού ανθρακωρυχείου να σμίγουν με το ελαφρύ αεράκι εκείνης της νύχτας, που όμως έδινε κίνηση και προκαλούσε συριγμούς στα ικριώματα που έντυναν και κυρίως στήριζαν τα κτίρια. Το σταματημένο ρολόϊ ψηλά στην κορυφή του πύργου έδειχνε ίσως την ώρα που πέθαναν τα κτίρια. Αλλά όχι τον θάνατο της ιστορίας εκείνου του τόπου.

Κοιτάζω και ξανακοιτάζω τις φωτογραφίες του κτιρίου. Μερικές χιλιάδες φωτογραφίες παρελαύνουν μπροστά μου. Τις έχω στο ηλεκτρονικό μου αρχείο και τις προσέχω σαν κόρη οφθαλμού. Σήμερα… ξαναμπαίνω προσεκτικά στο κτίριο. Αληθινά το γράφω, συναρπαστικά ξαναζώ την στιγμή.

Το αναπάντεχο έχει πάντα μεγαλύτερο ενδιαφέρον! Και το ξαναγράφω τώρα…, που ακούω τον ανατριχιαστικό θόρυβο της μεταμεσονύχτιας κατάρρευσης μεγάλου μέρους της τοξοειδούς μορφής πλάκας από συμπαγή πυρίμαχα τουβλάκια σ’ εκείνο το τμήμα του κτιρίου όπου το επόμενο πρωϊνό θα εκτελούσαμε μια πολύ σημαντική για το έργο μας δραστηριότητα.

Είχε καταρρεύσει χωρίς καμμιά δική μας επέμβαση. Δεν άντεξε άλλο…! Πέθανε μοναχό του εκείνη την παράξενη νύχτα. Έφυγα αμέσως από το κτίριο, κουβέντιασα με τους φύλακες που έτρεξαν προς την πηγή του θορύβου, αλλά ήρεμος πλέον πως από αύριο πολλές νέες ασφαλείς δραστηριότητες θα αντικαθιστούσαν τις προγραμματισμένες. Τώρα μπορούσα να φύγω για ύπνο. Η διαίσθησή μου βγήκε αληθινή. Είχαμε Άγιο…! Ή καλύτερα είχαμε Αγία!

Προστάτιδα των ανθρακωρύχων στην Πόλη του Gliwice ήταν και είναι η Αγία Βαρβάρα. Η Εκκλησία στον κεντρικό δρόμο της Πόλης είναι αφιερωμένη σ’ Αυτήν. Αλλά το κυριότερο είναι πως στο συγκεκριμένο κτίριο υπήρχε ένα σημείο συγκέντρωσης, σαν εκκλησάκι, με το άγαλμα της Αγίας Βαρβάρας!

Μάλλον σύμπτωση θα είναι ότι σε προηγούμενο μεγάλο εργοτάξιο που εργαζόμουν (Ολυμπιακού Έργου) στην Ελλάδα, υπήρχε ένα και μοναδικό εκκλησάκι. Ήταν και αυτό της Αγίας Βαρβάρας.  Και μάλλον σύμπτωση  θα είναι πως με βαφτίστηκα στην Εκκλησία της Αγίας Βαρβάρας στο Ζακάκι της Λεμεσού την δεκαετία του ’50!

Είδα ξανά το μέρος με τα τέσσερα υπέροχα κτίρια του τον Αύγουστο του 2022. Απείραχτο από τον χρόνο και τους ανθρώπους, που το σέβονται γιατί αποτελεί την κορωνίδα της ιστορίας της Πόλης τους. Ένα μεγάλο ανοιχτό πάρκο για μικρούς και μεγάλους, ένας τόπος μάθησης και εκπαίδευσης, μια περιοχή που συγκεντρώνει σήμερα μεγάλο αριθμό Επιχειρήσεων και Εταιρειών ανάπτυξης και προόδου. Τα δε τρία αμφιθέατρα σε πλήρη λειτουργία συγκεντρώνουν καθημερινά πλήθος ανθρώπων που διψούν για εκπαίδευση.

Η αληθινή αυτή Ιστορία του Ηρόδοτου διαδραματίστηκε ένα ανοιξιάτικο βράδυ του Απριλίου του 2007. Το πρωϊνό της επόμενης μέρας, ένας Ελληνικός καφές στις 11 η ώρα όπως πάντοτε, άχνιζε στο κλειστό γραφείο μου. Ήθελα συγκέντρωση και ησυχία. Τα έγγραφα που μάζεψα ήταν πολλά. Και όλα αφορούσαν τις αιτίες για επέκταση του χρόνου ολοκλήρωσης του Έργου. Λόγοι ανωτέρας Βίας, απρόβλεπτοι και αναπάντεχοι.

Σήμερα ευλογώ τα γένια μου, γιατί εκτός από οτιδήποτε άλλο, πρέπει να έχεις και τύχη!

Ηρόδοτος Χρυσάνθου